Ήτανε ένα αρχοντόπουλο μονάκριβο, όμορφο, χαϊδεμένο και σπουδασμένο και το βίαζε ο πατέρας του να παντρευτεί.
«Δε σου επιβάλλω, παιδί μου, το πρόσωπο. Σε αφήνω να διαλέξεις της όρεξής σου, αλλά σκέψου πως πρέπει, πριν πεθάνω, να δω απογόνους και κοντακιανούς* κληρονόμους στην οικογένειά μου».
Το αρχοντόπουλο όμως κάθε λίγο του έλεγε πως δεν είναι καιρός και να έχουν υπομονή, γιατί την ήθελε ωραία και έξυπνη, και δεν έβρισκε, ως την ώρα, μαζεμένες σε καμία αυτές τις χάρες.
To παλάτι τους έβλεπε στην πλατεία, κι εκεί που το αρχοντόπουλο στεκότανε μια μέρα μοναχό του στο μότζο* και καμάρωνε, βλέπει ένα γέρο με παράξενη φυσιογνωμία και φορεσιά, που έμοιαζε σα να ήτανε για μακρινό σιφέρι*. Κινήθηκε η περιέργεια του παλικαριού και του φώναξε να σταματήσει. Κατέβηκε λοιπόν κι άρχισε να των ρωτάει για το χωριό του, για το ένα και για τ’ άλλο. Ο γέρος έδωσε σε μερικά απάντηση, αλλά ύστερα του είπε πως βιάζεται.
«Θα σε ακολουθήσω κι εγώ», του λέει το αρχοντόπουλο, «να δω το χωριό σου».
«Όπως αγαπάς, αλλά μην κουραστείς στο δρόμο…»
«Αυτό είναι δικός μου λογαριασμός. Έχω βασταγερότερα* ποδάρια!»
Έτσι έβαλαν το δρόμο εμπρός τους, σεσταρισμένα*, και τσιμουδιά κανείς. Με τα πολλά φτάσανε στον ανήφορο και τότε λέει το παλικάρι:
«Βοήθα με να σε βοηθώ, ν’ ανεβούμε τον ανήφορο!»
Ο γέρος δεν κατάλαβε και δεν του αποκρίθηκε.
Αφού διάβηκαν τον ανήφορο, αντίκρισαν μια σπορά στάρι περίφημη, και λέει το παλικάρι: «Αυτό το χωράφι είναι σπαρμένο κι άσπαρτο!»
Ακόμα περισσότερο παραξενεύτηκε ο γέρος με το λόγο αυτό, γιατί έβλεπε πως το χωράφι ήτανε ξεσταχυασμένο*, χαρά Θεού, και του φαινότανε σαν άλαλα* τα λόγια του αρχοντόπουλου.
Παραπέρα βλέπουν έναν και τονε σήκωναν τέσσερις στις πλάτες τους, κι ένας παπάς έψαλλε μουρμουρητά και πηγαίνανε τρεχάτα να τονε θάψουνε.
Ρωτάει τότε ο νέος: «Αυτός πεθαμένος είναι ή ζωντανός;»
Ακόμη περισσότερο καλόμπαινε στην ιδέα του γέρου, πως θα είναι βλαμμένος, και δεν αποκούταγε* να τονε προπάρει*.
Όταν απεικάσανε* το χωριό και είδανε ησυχία μεγάλη, λέει πάλι το αρχοντόπουλο: «Όμορφό ’ναι το χωριό μα δεν έχει φυλαχτή*!»
Κι αυτό δεν το κατάλαβε ο γέρος και δεν έδινε πια βάση στα μισόλογα.
Κόντεψαν* στο σπίτι του χωριάτη, κι έστεκε η ωραία του θυγατέρα, απλά και όμορφα συγυρισμένη, στο παραθύρι, σε απορία, ποιός τάχα να ήτανε ο νιος που ακολουθούσε τον πατέρα της.
Μόλις κοίταξε απάνω το αρχοντόπουλο, είπε:
«Όμορφή ’ν’ η μπαρακούλα*
μα ’χει ανάρια τα δεχούλια*».
Γελούσε ο γέρος μες απ’ τα γένια του, ακούγοντας τ’ ακαταλαβίστικα λόγια, που του φαινότανε σα νιώσματα*. Η νέα όμως τ’ άκουσε και χαμογέλασε.