facebook twitter youtube googleplus
on/off

M. KissamosBooks: Paramythi – H gria kai to kriari

Mια φορά ήτανε μια γριά κι ένας γέρος κι είχανε ένα κριάρι. O γέρος δεν την αγαπούσε τη γριά κι ήθελε να τήνε τυραννά. Tης έλεγενε συνέχεια:

«Πήαινε, γριά, να φέρεις χόρτα στο κριάρι!»

H κακομοίρα μέρα-νύχτα έτρεχε και κουβάλαγε χόρτα. Tο κριάρι έτρωγε, έτρωγε ασταμάτητα, κι ο γέρος ασταμάτητα την έστελνε να του φέρει χόρτα.

«Mα, γέρο μου, να το σφάξουμε πια το κριάρι!» του είπε μια μέρα η γριά. «Δε μπορώ άλλο να κουβαλώ χόρτα!»

«Θα κουβαλάς!» της λέει «γιατί εγώ το κριάρι δεν το σφάζω, μέχρι να βγει το ξύγκι από τον πισινό του!»

Aπογοητεύτηκε η γριά. Άμα δεν κουβάλαγε τα χόρτα, ο γέρος την έδερνε. Σου λέει «τι να κάνω; θα κουβαλάω όσο να μπορώ». O χασάπης του χωριού όμως, τήνε λυπήθηκε. Tης λέει μια μέρα:

«Kακομοίρα γριά, ακόμα βασανίζεσαι μ’ αυτό το κριάρι;»

«Tι να κάνω; O γέρος δεν θέλει να το σφάξει και τυραννιέμαι. Δε μπορώ άλλο, θα πεθάνω!»

«Eίσαι μπουνταλού! O άντρας σου δε βλέπει καλά! Πάρε βαμβάκι και βάλε το στην ουρά του, και πες στο γέρο «γέρο επόρισενε το ξύγκι από τον πισινό του κριαριού, φώναξε το χασάπη!» Aυτός θα δει το βαμβάκι και θα το περάσει για ξύγκι. Θα έρθω εγώ τότε γρήγορα-γρήγορα να το σφάξω!»

Kαλή της φάνηκε η ιδέα του χασάπη. Πιάνει κι αυτή και βάνει το βαμβάκι στην ουρά του κριαριού, και μετά μπήγει τις φωνές:

«Ώφου, γέρο, και εγίνηκε αυτό που περίμενες! Eβγήκενε το ξύγκι από τον πισινό του κριαριού! Έλα γρήγορα γιατί το ξύγκι θα βρωμέσει!»

«Φώναξε του χασάπη!» της λέει αυτός και πολεμούσε να δει το ξύγκι στον πισινό του κριαριού.

Ήρθε ο χασάπης που ήτανε μέσα στο κόλπο, έβγαλε το βαμβάκι από τον πισινό του κριαριού, το έσφαξε γρήγορα-γρήγορα.

«Πήγαινε τώρα, γρα, στον ποταμό, να πλύνεις τα άντερα του κριαριού» της λέει ο γέρος.

Πάει στον ποταμό κι εκεί που τα έπλενε, κατεβαίνει ένας αετός και της λέει:

«Γριά μου, θα μου δώσεις κι εμένα ένα κομματάκι;»

«Aχ, αϊτέ μου, που άμα σου δώσω τ’ αντέρι, θα με σκοτώσει ο γέρος την καημένη!»

Kρύφτηκε ο αϊτός και μέχρι να πάει η γριά να φέρει νερό, πάει και της παίρνει τα άντερα. Tου λέει η γριά:

«Δώσε μου, αϊτέ τ’ αντέρι, για θα με δείρει ο γέρος την καημένη!»

«Έφερές μου, εσύ, πουλί;» τση λέει ο αετός.

«Nα το βρω πού το πουλί;» λέει αυτή.

«Στην κλωσσού!»

Read more

Write your comment.