ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΗΣ ΚΕΡΑΤΕΑΣ
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΟΠΑΝΗ
Τον Αύγουστο του 2010 το Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Κερατέας εξέδωσε το βιβλίο 132 σελίδων του πολυγραφότατου ιστορικού συγγραφέα από την Κερατέα Κωνσταντίνου Τσοπάνη, που στην ουσία είναι ένα Ελληνο- αρβανίτικο λεξικό βασισμένο στη ντοπιολαλιά των παλαιοτέρων γενεών της Κερατέας και ευρύτερα των Μεσογείων.
Πολλά πράγματα γύρω μας τοπωνύμια, επώνυμα, παραδοσιακά τραγούδια και χοροί, τοπικές ενδυμασίες κ.α. επιμένουν να μας υπενθυμίζουν την αρβανίτικη καταγωγή μας με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της – τονίζει ο δήμαρχος Σταύρος Ιατρού στο εισαγωγικό του σημείωμα – ωστόσο η γλώσσα ακολουθώντας την μοίρα όλων των λιγότερο ομιλούμενων γλωσσών στον αιώνα μας έσβησε. Γι αυτό τον λόγο η καταγραφή της αρβανίτικης ντοπιολαλιάς των Μεσογείων από τον συμπατριώτη μας Κωνσταντίνο Τσοπάνη έχει την ιδιαίτερη σημασία της τόσο για εμάς όσο και για τον ιστορικό του μέλλοντος που θα θέλει να αναδιφήσει στις πηγές.
Έτσι αποφασίσαμε -καταλήγει- σε μία κίνηση αναγνώρισης του συμπατριώτη μας, αλλά και περισσότερο ως ένα βήμα αυτογνωσίας και διατήρησης της ιστορικής μνήμης του τόπου μας να εκδώσουμε το βιβλίο αυτό.
Ο γλωσσικός θησαυρός που διασώζεται στο βιβλίο αυτό εκτός των λέξεων, φράσεων είναι στίχοι ποιημάτων, παροιμιών και ιστοριών του τόπου μας και οπωσδήποτε είναι ανοιχτό σε καινούργια στοιχεία σε μια 2η πιο ολοκληρωμένη έκδοση. Ο συγγραφέας στον πρόλογο του που τον έχει μεταφράσει και στα αρβανίτικα αναφέρει:
«…Συχνά πυκνά ρωτούσα τον πατέρα μου, ο οποίος ήξερε τη γλώσσα αλλά, συνεπής με τα όσα πίστευε η γενιά του, αρνείτο να τη μιλήσει. Κι εκείνος, υποχωρώντας, μου έλεγε αυτό που του ζητούσα, αλλά κάθε φορά δεν έπαυε να συμπληρώνει: «τι τα θέλεις αυτά τώρα, κανείς πια δεν τη μιλάει». Στην αρχή προσπαθούσα να του πω ότι δεν με ενδιέφερε τι έκαναν οι άλλοι, με τον καιρό όμως έπαψα πια να απαντώ και να εμπλέκομαι σε παράλληλους μονολόγους μαζί του αφού, στο τέλος, πάντα απαντούσε σε ό,τι τον ρωτούσα. Μέχρι που μία ημέρα με δική του πρωτοβουλία βάλθηκε να με μάθει να μετράω σωστά στα αρβανίτικα. Μετά την αριθμητική ακολούθησαν ιστορίες ολόκληρες και κατόπιν τραγούδια. Σαν χείμαρρος, που τον είχε σταματήσει πρόσκαιρα το φράγμα της σιωπής του, ένα τεράστιο πλήθος λέξεων, εκφράσεων κ.λ.π. κ.λ.π. άρχισε να πλημμυρίζει τις σελίδες του μαθητικού μου τετραδίου. Αλλά που να χωρέσεις μία παράδοση αιώνων, ζωντανή μέχρι τον μεσοπόλεμο, μέσα στις σελίδες ενός τετραδίου; Έτσι, όταν αυτό γέμισε ακολούθησε άλλο και άλλο και άλλο και μαζί με αυτά γέμιζε η μνήμη μου με εικόνες και ήχους ενός άλλου κόσμου, με ιστορίες αιώνων στη γη της Αττικής, διηγημένες και τραγουδισμένες όλες στην «γκλιούχα ι ζόγκουτ», τη γλώσσα του πουλιού, όπως αποκαλούσαν οι πρόγονοί μας τη γλώσσα μας, πριν ακόμα αυτή πέσει θύμα της ισοπέδωσης κάθε ιδιαιτερότητας στο βωμό μίας ανιαρής, απόλυτης ομοιομορφίας που έσβησε βάναυσα και ανελέητα κάθε ιδιοπροσωπεία. Συνέχεια και καρπό ίσως όλων αυτών των μαθητικών τετραδίων, αποτελεί το ανά χείρας βιβλίο, του οποίου η συγγραφή αποτέλεσε έργο δύσκολο και επίπονο και το οποίο δεν διεκδικεί δάφνες γλωσσολογίας και επαίνους επιστημονικής αρτιότητας, αφού δεν γράφτηκε για τέτοιο σκοπό…”