Στα νεκροταφεία των κλασικών και ελληνιστικών πόλεων της Βοιωτίας
απαντούν τάφοι-λάκκοι, πήλινες ή λίθινες λάρνακες, χτιστές θήκες, κεραμοσκεπείς
τάφοι, εγχυτρισμοί καθώς και οι παραδοσιακές καύσεις των νεκρών σε λάκκους.
Οργανωμένα νεκροταφεία, με πολλούς και πλούσια κτερισμένους ασύλητους
τάφους πολλών περιόδων των ιστορικών χρόνων ανασκάφηκαν στη Θήβα, στο
Ακραίφνιο, στη Ριτσώνα, στην Τανάγρα, στον Ελεώνα, στη Χαιρώνεια, στην
Αντίκυρα και στο φωκικό Μεδεώνα. Αν και σπανιότερα από τους αρχαϊκούς, οι
κλασικοί τάφοι κτερίζονται με πλούσια αντικείμενα, συνήθως αγγεία, ειδώλια,
κοσμήματα, διάφορα προσωπικά αντικείμενα, ανάλογα με την ηλικία και την
κοινωνική θέση του νεκρού, ενώ συχνά προσφέρονται και καρποί ή ποτά. Στους
τάφους αυτούς απαντούν σε μεγάλες ποσότητες οι βοιωτικές ανθεμωτές κύλικες,
οι αρύβαλλοι (σφαιρικά αρωματοδοχεία) και τα ανδρικά και γυναικεία ειδώλια,
ερυθρόμορφα ανοιχτά και κλειστά αγγεία, ενώ σπανιότερα τα χάλκινα κάτοπτρα,
χάλκινα αγγεία και πήλινα προσωπεία που απεικονίζουν θεότητες. Στην Αλίαρτο
ένας ορθογώνιος, οικογενειακός μάλλον περίβολος περιείχε πλούσια κτερισμένο
τάφο των μέσων του 5ου αι. π.Χ. με πολλές ανθεμωτές κύλικες και ειδώλια καθώς
και πέντε προτομές της θεάς Δήμητρας. Ανήκε ίσως σε ιέρεια της θεάς. Οι
συστάδες των τάφων σχημάτιζαν συνήθως μακρές σειρές κατά μήκος των οδικών
αξόνων στις εξόδους των πόλεων. Στην Τανάγρα οι σειρές των συλημένων τάφων
θύμισαν στον J.G. Fraser, το 1895, εικόνες της Δευτέρας Παρουσίας.
Οι τάφοι από τον 4ο αι. π.Χ. και μετά κτερίζονται με αγγεία, ειδώλια και
λύχνους, που δείχνουν τις επαφές των πόλεων της βοιωτικής περιοχής μεταξύ τους
και με τον έξω κόσμο, ο αριθμός τους, όμως, ολοένα λιγοστεύει σε σχέση με τα
κτερίσματα των προηγούμενων περιόδων. Την εποχή αυτή απαντούν καρχήσια,
μυροδοχεία, λάγηνοι, ανάγλυφοι «μεγαρικοί» σκύφοι, πρόχοι, ενώ περίφημες ήταν
και οι «Ταναγραίες», χρωματιστά ειδώλια κομψών γυναικών που απεικονίζονται
σε στιγμές περιπάτου ή άλλων εκδηλώσεων. Τα ειδώλια αυτά έγιναν της μόδας
στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τούτο, εκτός των άλλων, υποκίνησε την
άγρια σύληση των βοιωτικών τάφων εκείνη την περίοδο.
Την εικόνα των βοιωτικών αρχαιοτήτων των ιστορικών χρόνων συμπληρώνουν
οι οχυρώσεις των πόλεων, πολλές από τις οποίες σώζονται σε άριστη κατάσταση
και αποτελούν πηγή σφαιρικής πληροφόρησης για την έκταση και την ισχύ των
πόλεων, τις ιστορικές τους περιπέτειες καθώς και για τη στρατιωτική τέχνη της
εποχής τους. Οι περισσότερες χτίστηκαν τον 4ο αι. π.Χ., στα χρόνια της θηβαϊκής
ηγεμονίας και κατά την κυριαρχία των Μακεδόνων. Καλύτερα διατηρημένες είναι
των Πλαταιών, της Τανάγρας, του Ελεώνα (σημερινού Άρματος), της Αλιάρτου,
του Ακραιφνίου, του Ορχομενού, της Χαιρώνειας, της Θίσβης και των λιμανιών-
επίνειων των πόλεων της ενδοχώρας στις Σίφες (Αλυκή), την Κρεύσιδα
(Λιβαδόστρα) και στην Ανθηδόνα (Λουκίσια), καθώς και τα οχυρά του Πανάκτου
και των Ελευθερών «εν μεθορίοις» Αττικής και Βοιωτίας. Στα δυτικά του νομού,
οι φωκικές πόλεις οχυρώθηκαν επίσης κατά κύριο λόγο στη διάρκεια του 4ου αι.
π.Χ. Μεταξύ τους οι καλύτερα διατηρημένες ακροπόλεις είναι του Πανοπέα και
της Αμβρόσσου, αλλά οχυρώσεις έχουν εντοπιστεί επίσης στη Δαύλεια, την
Αντίκυρα και το Μεδεώνα. (ΒΑ)