Ο γάμος, τα παλιότερα χρόνια, ήταν χαρά για όλο το χωριό. Οι περισσότεροι
ήταν καλεσμένοι. Οι ετοιμασίες διαρκούσαν μέρες. Γενικότερα ο γάμος, ως σταθ-
μός της ανθρώπινης ζωής θεωρούνταν ο πιο σημαντικός. Ο γάμος που θα περιγρα-
φεί τελούνταν στην Κρεμαστή τα παλιότερα χρόνια, ως τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο γάμος, τις περισσότερες φορές, κανονιζόταν από τους γονείς του γαμπρού
και της νύφης. Λίγες φορές ο γαμπρός και η νύφη παντρεύονταν από αγάπη και
με δική τους θέληση. Οι πρώτες κινήσεις γίνονταν από μέρους του γαμπρού. Οι
γονείς του έστελναν στον πατέρα της νύφης ένα έμπιστο συγγενικό ή φιλικό πρό-
σωπο, τον προξενητή ή την προξενήτρα, οι οποίοι είχαν την ικανότητα να πείθουν
τους άλλους. Αυτοί παίνευαν το γαμπρό και την περιουσία του. Μάλιστα ο λα-
ός έλεγε για τους προξενητάδες: ≪Αυτοί μπορούν να παντρέψουν και το Δεσπό-
τη!≫. Αν οι γονείς της νύφης δέχονταν την πρόταση, τότε συναντιόνταν τα πεθε-
ρικά και κανόνιζαν την προίκα, με το προικοσύμφωνο, γιατί γάμος χωρίς προίκα
τότε ήταν πολύ σπάνιος.
Έτσι κανονιζόταν κι αρραβώνας που γινόταν συνήθως Σάββατο βράδυ και στο
σπίτι της νύφης. Πήγαιναν εκεί οι γονείς του γαμπρού και ορισμένοι συγγενείς. Γι-
νόταν το πέρασμα των δαχτυλιδιών στους μελλόνυμφους. Μετά όλοι οι παρευ-
ρισκόμενοι κάθονταν στο τραπέζι. Αφού έτρωγαν και έπιναν, άρχιζαν το τραγούδι
κι έπιαναν το χορό. Τις περισσότερες φορές το γλέντι κρατούσε μέχρι αργά. Δυο
τραγούδια του αρραβώνα, σε ρυθμό αργού καλαματιανού και συρτού αντίστοι-
χα που τραγουδιόνταν στην Κρεμαστή είναι:
Δυο ήλιοι δυο φεγγάρια, δυο φεγγάρια,
αμάν βγήκανε σήμερα, μελαχροινό μου, αμάν, βγήκανε σήμερα
το ‘να στο πρόσωπό σου, πρόσωπό σου
αμάν τ άλλο στα σύννεφα, μελαχροινό μου, αμάν, τ’ άλλο στα σύννεφα.
Διαμάντι δαχτυλίδι, δαχτυλίδι
αμάν φοράς στο χέρι σου, μελαχροινό μου, αμάν, φοράς στο χέρι σου
κι απάνω γράφει η πέτρα, γράφει η πέτρα,
αμάν, θα γίνω ταίρι σου, μελαχροινό μου, αμάν, θα γίνω ταίρι σου.
(Μαρία Παρδάλη, Πολυξένη Παρδάλη-Κόκκορη)
Κι απάνω στην, κι αμάν αμάν αμάν, κι απάνω στην τριανταφυλλιά
κι απάνω στην τριανταφυλλιά φκιάνει μια πέρδικα φωλιά
μέσα τη φκιάνει με φλουριά κι απόξω με τριαντάφυλλα,
κι απόξω με τριαντάφυλλα, τα κίτρινα τα πράσινα.
Κι αναταράχτη η πέρδικα που περπατεί λεβέντικα
και πέσαν τα τριαντάφυλλα, τα κίτρινα, τα πράσινα.
Το μάθαν οι Βρυσιώτισσες κι ούλες οι Κρεμαστιώτισσες
και μάσαν τα τριαντάφυλλα, τα κίτρινα τα πράσινα.
(Μαρία Παρδάλη, Πολυξένη Παρδάλη-Κόκκορη)
Οι μελλόνυμφοι δε βλέπονταν το διάστημα μεταξύ του αρραβώνα και του γά-
μου. Ο γάμος γινόταν πάντα Κυριακή.
Την Πέμπτη γίνονταν οι προσκλήσεις. Ορισμένοι συγγενείς ή γονείς γυρνούσαν
τα σπίτια και καλούσαν. Μερικές φορές είχαν μαζί τους κρασί και κερνούσαν αυ-
τούς που θα καλούσαν στο γάμο. Την ίδια μέρα, κατά το απόγευμα, μερικοί κα-
λεσμένοι συγκεντρώνονται στα σπίτια του γαμπρού και της νύφης για τα προζύ-
μια. Πήγαιναν όλοι μαζί να πάρουν νερό από την τετράκρουνη βρύση της Κρεμα-
στής και στο δρόμο τραγουδούσαν.
Στην βρύση στην κρυόβρυση που ναι το κρυονέρι
μια βλαχοπούλα πήγαινε με το σταμνί στο χέρι.
Τη βλάχα την αντάμωσε ένα παλικαράκι
και τ’ όνομά της ρώτησε, της πιάνει ο χεράκι.
Κι αυτή ξεροκοκκίνησε και το κεφάλι σκύβει
και βγάζει το μαντήλι της, το πρόσωπό της κρύβει.
-Άντε, λεβέντη μ’, στο καλό κι άσε με να γιομήσω
την Κυριακή στην Παναγιά εσένα θα φιλήσω.
Δώστε, γονήδες, την ευχή, δώστε με την καρδιά σας
και σ’ όλο το συμπεθεριό, να ζήσουν τα παιδιά σας.
(Μαρία Τζάκα)
Δύο ή τρία κορίτσια που ζούσαν οι γονείς τους, κοσκίνιζαν το αλεύρι και έπια-
ναν τα προζύμια. Το νερό το έριχναν αγόρια, των οποίων ζούσαν οι δυο γονείς
τους. Στη συνέχεια, τα κορίτσια σήκωναν ψηλά το σκαφίδι που ζύμωναν και οι
παρευρισκόμενοι πετούσαν μέσα χρήματα. Τα έπαιρναν αυτές και τα όργανα αν
υπήρχαν.
Την Παρασκευή ζυμώνονταν πια τα ψωμιά του γάμου. Επίσης, αυτή τη μέρα
γυρνούσαν οι συγγενείς από τα συγγενικά σπίτια με ένα ταγάρι και μάζευαν πιά-
τα, πιρούνια, μαχαίρια, ποτήρια, κτλ. Κανένα σπίτι δεν είχε τόσα πολλά πράγμα-
τα για ένα γάμο. Αυτή τη μέρα ακόμη οι μάνα της νύφης και οι γυναίκες συγγε-
νείς της ετοίμαζαν τα προικιά της νύφης. Τα προικιά ήταν συνήθως αντρομίδες,
βελέντζες, χιράμια, μπατανίες, κιλίμια, σεντόνια, μαξιλάρια κλπ, ρούχα, όπως
τσιπούνια, γιουρντιά, φουστάνια, μπελερίνες, ποδιές, τσεμπέρια και είδη νοικο-
κυριού, όπως τεντζέρια, λεβέτια, ταψιά, φορτσέρια, γυαλικά. Μέσα στα ρούχα
έβαζαν χρήματα, αμύγδαλα, καρύδια, κλπ.
Το Σάββατο το πρωί έσφαζαν ζώα για το κρέας του γάμου και οι καλεσμένοι
του γαμπρού πήγαιναν να πάρουν τα προικιά από το σπίτι της νύφης τραγου-
δώντας, αλλά τις περισσότερες φορές με τη συνοδεία των οργάνων. Βιολί βα-
ραγανε ο μπαρμπα-Παναγιώτης ο Νιοφώτης, ο μπαρπα-Γιώργης ο Τελέγκας, ο
μπαρμπα-Νίκος ο Σπόρτης, ο μπαρμπα-Τάσος ο Καραβάνας, λαούτο ο μπαρ-
μπα-Παντελής με την ≪Αρκαδιανή≫ του, ο μπαρμπα-Χρηστομεγιάς, και το μονα-
δικό κλαρίνο που πέρασε από την Κρεμαστή και από όλο τον Ζάρακα, ο μπαρ-
μπα-Χρήστος ο Σπόρτης (το χωριό είχε κι άλλους ερασιτέχνες αλλά ανέφερα τους
παλιότερους και ας με συγχωρήσουν). Μετά στοίβαζαν τα προικιά στη μέση της
σάλας του σπιτιού κάνοντας τον λεγόμενο ≪γιούκο≫ και τα πεθερικά της νύφης
οδηγούσαν τους περαστικούς να τα δουν και καμάρωναν. Εάν η νύφη ήταν από
άλλο χωριό, το συμπεθεριό πήγαινε να παραλάβει τα προικιά με ζώα, γαϊδού-
ρια και μουλάρια, από το σπίτι της νύφης. Ορισμένες φορές παραλάμβαναν τα
προικιά και την Κυριακή το πρωί. Την ίδια μέρα το βράδυ γινόταν γλέντι στο σπί-
τι του γαμπρού όπου έτρωγαν τα εντόσθια των σφαχτών, πατσά και μαγειρίτσα.
Η Κυριακή ήταν η μεγάλη μέρα. Οι καλεσμένοι, μετά τον εκκλησιασμό στην
Παναγία, πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού ή της νύφης ανάλογα. Εκεί γινόταν
το στόλισμα των νεόνυμφων.
Στο σπίτι του γαμπρού γινόταν το ξύρισμά του. Πήγαινε ο κουρέας και τα όρ-
γανα, που έπαιζαν οργανικούς σκοπούς, και οι καλεσμένοι τραγουδούσαν:
Γαμπρέ μου καλορίζικε, να ζήσεις, να γεράσεις,
να ζήσεις χρόνους εκατό και να τους απεράσεις.
Ο γαμπρός φορούσε την επίσημη ενδυμασία του. Πριν το 1900 ήταν η άσπρη
μακριά φουστανέλα. Στα μετέπειτα χρόνια ο γαμπρός φορούσε κοστούμι κυρί-
ως μαύρο.
Απ’ την άλλη, στο σπίτι της νύφης μαζεύονταν οι γειτονοπούλες, φιλενάδες
και στενοί συγγενείς, την έντυναν και τη στόλιζαν. Η ενδυμασία της νύφης, πριν
το 1900, περιελάμβανε το μακρύ και φαρδύ φόρεμα σε έντονα χρώματα και με
πολλά κεντήδια, το μπούστο με την κεντητή τραχηλιά να φαίνεται και στο κεφά-
λι το κόκκινο φέσι με τη μακριά γαλάζια ή χρυσή φούντα, το λεγόμενο παπάζι.
Μάλιστα όταν το φορούσε η νύφη έλεγαν:
Όταν βάζεις το παπάζι με τη φούντα τη χρυσή,
τρέμει ο ουρανός να πέσει μ’ ούλα τ’ άστρα του μαζί.
Κατά τον 20ο κυρίως αιώνα οι γυναίκες φορούσαν νυφικό άσπρο που έφτα-
νε ως τους αστραγάλους. Σπανίως στη μέση έδεναν και μια κάτασπρη ποδιά. Στο
κεφάλι φορούσαν το λευκό πέπλο.
Στο στόλισμα της νύφης τραγουδούσαν τα εξής τραγούδια, αποτελούμενα
από πολλά δίστιχα:
-Νύφη μου, ξάστερο γυαλί και λαμπερό φεγγάρι
για πες μας που το διάλεξες αυτό το παλικάρι.
-Μήτε τα γρόσια μ’ έδωκα, μήτε και τα λεφτά μου,
μου το εχάρισ’ ο Θεός κι η χρυσοπεθερά μου.
Νύφη μ’, όταν γεννήθηκες, ο ήλιος εκατέβη
και σου ‘δωσε την ομορφιά και πάλι πάνω ανέβη.
Νύφη μου καλορίζικη, να ζήσεις να γεράσεις,
να ζήσεις χρόνους εκατό και να τους επεράσεις.
Ω! Παναγιά μου Δέσποινα με τον μονογενή σου,
στ’ αντρόγυνο που γίνεται να δώσεις την ευχή σου.
(Μαρία Παρδάλη, Λυγερή Παρδάλη-Λεγάκη)
-Ευχήσε με, μανούλα μου, τώρα στο στόλισμά μου.
-Με την ευχή μου, κόρη μου, και με της Παναγίας.
-Ευχήσε με, πατέρα μου, τώρα στα λούσματά μου.
-Με την ευχή μου, κόρη μου, και με της Παναγίας,
να κάνεις γιους, εννιά υγιούς και δυχατέρα μία.
(Λυγερή Παρδάλη-Λεγάκη)
Το δεύτερο τραγούδι ήταν πολύ συγκινητικό και ιδιαίτερα όταν ο πατέρας ή
η μάνα της νύφης δεν βρίσκονταν στη ζωή. Τότε τραγουδούσαν, ανάλογα με το
ποιος ήταν νεκρός (π.χ. πατέρας), το τραγούδι ως εξής:
-Ευχήσου με, πατέρα μου, κι ας είσαι και στον Άδη.
-Με την ευχή μου, κόρη μου, κι ας είμαι και στον Άδη.
(Λυγερή Παρδάλη-Λεγάκη)
Στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονται οι καλεσμένοι του, το συμπεθεριό του γα-
μπρού όπως λέγανε, και η πομπή ξεκινά για το σπίτι του κουμπάρου, όπου το
συμπεθεριό λαμβάνει κέρασμα. Τον παίρνουν μαζί με τους παρακούμπαρους και
ξαναγυρνούν στο σπίτι του γαμπρού, όπου ο κουμπάρος κι οι δικοί του ≪τρα-
τάρονται≫. Έπειτα, κατευθύνονται για το σπίτι της νύφης. Η πομπή έχει ως εξής:
μπροστά πηγαίνουν πάντα τα βιολιά, όπως λένε γενικότερα τα μουσικά όργανα,
πίσω ο κουμπάρος και ο γαμπρός με ένα συγγενικό του πρόσωπο. Παραπίσω
ακολουθούσε το συμπεθεριό. Τα όργανα παίζουν οργανικούς σκοπούς, όπως
το αργείτικο καλαματιανό ή την πατινάδα του γάμου.
Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό κοντινό, τότε όλο το συμπεθεριό μετέβαινε από την Κρεμαστή στο χωριό της νύφης για την τελετή του γάμου με άλογα και μουλάρια στολισμένα στο κεφάλι με μεταξωτές μισίνες και στρωμένα στα σαμά-ρια με τις καβαλικάδες, δηλαδή κεντητά σεντόνια ή με κόκκινες κουβέρτες. Οι συμπέθεροι τραγουδούσαν τα εξής τραγούδια, τις πατιναδες όπως τις έλεγαν:-Φώτα, καλέ, φώτα, φώτα το, φεγγαράκι μου,Φώτα το, φεγγαράκι μου, να πάω στην αγάπη μου.Φώτα ψηλά και χαμηλά γιατί έχει λάσπες και νερά.Φώτα και χαμηλότερα να πάω γρηγορότερα.-Εγώ φωτάω ως το πρωί κι οπόχει αγάπη ας πάει να βρει.(Λυγερή Παρδάλη-Λεγάκη)Ας παν’ να ειδούν, ας παν’ να ειδούν τα μά-τα μάτια μουΑς παν’ να ειδούν τα μά-τα μάτια μου πώς τα περνά η αγά-η αγάπη μου.Μην ηύρ’ αλλού κι αγάπησε κι εμένα μ’ απαράτησε.Ποιος στο ‘πε, δεντρουλάκι μου, δε σ’ αγαπώ πουλάκι μου;Αν το ‘πε ο ήλιος να μη βγει, τ’ άστρι να μην ξημερωθεί,κι αν το ‘πανε στην εκκλησιά, κερί να μην ανάψω πια,κι αν το ‘πανε στην αγορά, ξύδια να γίνουν τα κρασιά,κι αν το ‘πε το ρηγόπουλο, της Σπάρτης τ’ αρχοντόπουλο,χήρα να ειδώ τη μάνα του, στα μαύρα την κουνιάδα τουκι εκείνονε στα σίδερα που με παιδεύει σήμερα.(Μαρία Παρδάλη, Πολυξένη Παρδάλη-Κόκκορη)-Νερατζούλα φουντωμένη, νερατζούλα φουντωμένη, πού ‘ναι τ’ άνθη σου, νερατζούλα, πού ‘ναι τ’ άνθη σου;Πού ‘ν’ η πρώτη σ’ εμορφάδα, πού ‘ν’ τα κάλλη σου;-Φύσηξε βοριά και μπάτης και τα τίναξε.Σε παρακαλώ, βοριά μου, φύσα ταπεινά,ν’ αρμενίσουν τα καράβια τα σπετσιώτικα,που ‘χουν μέσα δεσποινίδες κι έμορφα παιδιά.Όταν ο γαμπρός έφτανε στο σπίτι της νύφης, το συμπεθεριό της τον προϋπα-ντούσε. Τότε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού έκοβε πάνω από το κεφάλι του μια κουλούρα σε τέσσερα κομμάτια: το ένα το πετούσε μέσα στο σπίτι της νύ-φης, το δεύτερο πίσω του, το άλλο δεξιά του και το τελευταίο στα αριστερά του. Όσοι τα έπιαναν λέγανε ότι θα παντρευτούν τον επόμενο χρόνο. Η μάνα της νύ-φης έμπαζε τον γαμπρό στο σπίτι με ένα άσπρο μαντήλι που το πέρναγε γύρω από τον αυχένα του. Στο σπίτι επίσης έμπαινε ο κουμπάρος, οι συγγενείς και όσοι άλλοι χωρούσαν. Η νύφη ήταν μέσα σε μια κάμαρα και δεν επιτρεπόταν κανείς από το σοι του γαμπρου να την δει. Οι συγγενείς της νύφης κερνούσαν τους συ-μπεθέρους γλυκά, κυρίως κουραμπιέδες. Η πεθερά του γαμπρού τον κερνούσε γλυκό του κουταλιού η μέλι με καρύδια. Εκεί τραγουδούσαν όλοι το πασίγνω-στο μοραΐτικο τραγούδι του γάμου σε ρυθμό καλαματιανού:Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε, καλέ σήμεραπολλοί ‘ναι μαζεμένοι, σαν τι χαρά θα γένει.Παντρεύεται ο Αυγερινός, καλέ σήμερατην Πούλια κάνει ταίρι και τ’ άστρα οι συμπεθέροι.Νύφη, πόσο τ’ αγόρασες, καλέ σήμερααυτό το παλικάρι, να τ’ αγοράσουν κι άλλοι.Χίλια φλουριά τ’ αγόρασα, καλέ σήμερακαι πεντακόσια γρόσια για την καλή του γλώσσακαι πεντακόσια ακόμη για την καλή του γνώμη.(Παναγιώτα Λεγάκη-Παρδάλη)Ύστερα έφευγαν όλοι για την εκκλησία. Η πομπή είχε ως εξής: μπροστά τα όρ-γανα, πίσω ο γαμπρός, ο κουμπάρος και το συμπεθεριό του γαμπρού. Ακριβώς από πίσω από το συμπεθεριό του γαμπρού σε μικρή απόσταση πήγαινε η νύφη με τους γονεις της και το συμπεθεριό της. Τα βιολιά έπαιζαν τους γνωστούς ορ-γανικούς σκοπούς, οι περισσότεροι νησιώτικοι. Και το συμπεθεριό τραγουδού-σε τραγούδια, όπως τα προηγούμενα. Ένα άλλο κρεμαστιώτικο τραγούδι του δρόμου είναι το εξής:Γράμμα σου στέλνω, καλέ μας νύφη, γράμμα σου στέλνω με μπλε μελάνιγράμμα σου στέλνω με μπλε μελάνι να το διαβάσει άλλος δεν κάνει.Να το διαβάσεις, καλή μας νύφη, να το διαβάσεις, να μην το σκίσειςνα το διαβάσεις, να μην το σκίσεις με τα χειλάκια σου να το φιλήσεις.Βγήκε ο ήλιος, καλή μας κόρη, βγήκε ο ήλιος και το φεγγάριβγήκε ο ήλιος και το φεγγάρι, βγήκε ο νέος που θα σε πάρει.(Μαρία Τζάκα)Στην ιεροτελεστία του μυστηρίου δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστι-κό, η γνωστή δηλαδή διαδικασία. Ο γαμπρός και η νύφη πίνουν από το ίδιο πο-τήρι και ο κουμπάρος τους περνά τα στέφανα. Έπειτα «χορεύουν» τον χορό του Ησαΐα και οι καλεσμένοι τους έραιναν με ρύζιΜετά την εκκλησία οι καλεσμένοι χώριζαν. Το συμπεθεριό του γαμπρού μα-ζί με τα όργανα, τους συγγενείς του, αυτόν και τη νύφη έφευγαν για το σπίτι του όπου θα γινόταν το γλέντι. Το συμπεθεριό της νύφης με τους συγγενείς της πή-γαιναν στο πατρικό της, όπου θα γλεντούσαν ξεχωριστά.Δεν έπρεπε, έλεγαν, η νύφη να πάει στο σπίτι του γαμπρού από τον ίδιο δρό-μο που έφυγε αυτός, αλλά από διαφορετικό. Αρκετές φορές σταύρωναν τον δρό-μο, δηλαδή οι δύο διαδρομές σχημάτιζαν σταυρό. Έφταναν μπροστά στο σπίτι και η νύφη για να μπει μέσα ζητούσε τάξιμο από τον πεθερό της, κυρίως ακίνη-τη ιδιοκτησία, όπως χωράφι. Τότε πια «αποφάσιζε» να μπει μέσα στο σπίτι αφού πρώτα έκοβε την κουλούρα πάνω από το κεφάλι της σε τέσσερα κομμάτια, τα οποία πετούσε μπροστά, πίσω, δεξιά κι αριστερά της. Ύστερα πατούσε πάνω σε κάποιο σιδερικό, συνήθως υνί, για να μπει μέσα στο σπίτι σιδερένια, σταύρωνε την πόρτα του σπιτιού, και η πεθερά της με ένα άσπρο μαντήλι πάλι έμπαζε μέ-σα στο σπίτι το αντρόγυνο. Η νύφη και κρατούσε στα χέρια της ένα μικρό αγόρι για να γεννήσει αγόρι. Κερνούσαν όλους τους καλεσμένους γλυκά και τη νύφη με το γαμπρό μέλι με καρύδια για να είναι γλυκιά η ζωή τους. Πηγές:1. Ρουμελιώτης Παναγιώτης, «Λαογραφικά των χωριών του Ζάρακα της Επιδαύρου Λιμηράς Λακωνίας», Αθήνα 1996 2. Λυγερή Παρδάλη-ΛεγάκηΓιώργος Παράσχης Πολυξένη Παρδάλη-ΚόκκορηΜαρία ΠαρδάληΜαρία Τζάκα
Νίκος Μπαριάμης