Τον καιρό εκείνο ήταν ένας άρχοντας κι είχε δυο γιους, που τους αγαπούσε όμοια κι απαράλλαχτα και τους δυο. Πριν πεθάνει τους άφησε την ευχή του και την παραγγελία να μη χωριστούν ποτέ, μόνο, όσο ζουν, να είναι πάντα μαζί και να δουλεύουν αγαπημένα κι αχώριστα. Μα ο μεγάλος έκανε παράπονα στον αφέντη* του, ότι ο αδελφός του ήταν ακαμάτης, και αγαπούσε περισσότερο να κάθεται παρά να δουλεύει, κι έτσι θα έφερνε την καταστροφή άδικα σ’ εκείνον, αν έκανε όπως ήθελε ο πατέρας τους κι ήταν πάντα μαζί.
Αλλά ο αφέντης του, του είπε να μην τον παρακούσει, για να έχει την ευχή του κι ύστερα πέθανε.
Μετά από κάμποσο καιρό ο μεγάλος αδελφός στοχάζεται και λέει μέσα του:
«Αν εγώ χωρίσω από τον αδελφό μου, σύμφωνα με την αξιοσύνη και την εξυπνάδα μου και την ταπεινοσύνη εκεινού, θα κατορθώσω γρήγορα να του πάρω τα χρήματά του όλα». Και μονομιάς παίρνει την απόφαση και χωρίζουν.
Ο μικρός αδελφός όμως δεν είχε δολεμένη καρδιά και δεν ήταν πλεονέχτης σαν το μεγάλο. Μόλις πήρε λοιπόν το μερίδιό του, παίρνει τίμιους ανθρώπους στις δουλειές του, για να ωφελήσει κι αυτούς και τον εαυτό του. Κι έτσι με ανοιχτή καρδιά και με ψυχή καθάρια και δικαιοσύνη κοίταζε πάντα τις δουλειές του κι η περιουσία του ολοένα μεγάλωνε.
Αυτό όμως το έβλεπε ο αδελφός του, πράγμα που δεν το έλπιζε, και λυπόταν κατάκαρδα. Κι η λύπη του μεγάλωνε περισσότερο, γιατί έβλεπε πως η δική του περιουσία χανότανε, παρά τις προσπάθειες και τους κόπους του.
Έτσι λοιπόν, ενώ του μικρού η περιουσία μεγάλωνε πολύ γρήγορα, του μεγάλου χανόταν ολοένα, ώσπου καταστράφηκε ολότελα κι απόμεινε ελεεινός, και καταριότανε την τύχη του. Κι ήρθε σε τέτοια θέση, που κατάντησε σαν τρελός και πήρε τα βουνά, και πάει, να βρει την Τύχη του, που, τάχατες, τονε κατάστρεψε.
Μες στα βουνά λοιπόν που πήγαινε νυχτώθηκε και σε μια στιγμή διακρίνει ένα μικρό φως και τραβάει κατά πάνω του. Πάει κοντά και βλέπει ένα φτωχικό σπιτάκι. Χτυπάει την πόρτα, κανείς δεν ακούγεται. Της δίνει δυο χτυπήματα γερά κι η πόρτα ανοίγει. Μόλις μπήκε μέσα, βλέπει μια γριά και της ζητάει να τον αφήσει να περάσει εκεί τη νύχτα της.
«Καλά», του λέει η γριά, «μα τέτοια ώρα σε τέτοιο έρημο τόπο, τι θέλεις και πως έφτασες ως το παλιόσπιτό μου;»
«Γυρίζω, γυρίζω και ψάχνω να βρω την Τύχη μου, μα ακόμα δεν μπόρεσα να τη βρω κι έτσι ξέπεσα εδώ τέτοια ώρα»
«Την Τύχη σου;» ρωτάει η γριά.
«Ναι».
«Εγώ είμαι».