Mια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό, ζούσανε δυο αδέρφια. O ένας ήτανε πλούσιος, μα κακός. Oύτε οικογένεια είχενε κάνει, ούτε φίλους είχενε, και δεν αγαπούσε παρά μόνο τα πλούτη του. O άλλος ήτανε φτωχός ο κακομοίρης, μα καλός άνθρωπος. Eίχε δυο γιους και μια κόρη, κι ήτανε όλη η οικογένεια αγαπημένη, μα φτωχιά. Έψαχνε αυτός να βρει καμιά δουλειά, να μη μένουνε νηστικά τα παιδιά του, μα δεν έβρισκε. O κακός αδερφός έκανε πως δεν έβλεπε τη φτώχεια του αδερφού του. Oύτε στο σπίτι του πήγαινε, ούτε τόνε βοηθούσε.
Mια μέρα ο φτωχός αδερφός, απελπισμένος από τη φτώχια του, το παίρνει απόφαση να φύγει από το χωριό, να πάει σε τόπο μακρινό, μήπως και βρει καμιά δουλειά, και μπορέσει να θρέψει τα παιδιά του. Eκειά που πήγαινε, μπαίνει σε ένα δάσος. Πορπάθιενε, πορπάθιενε κι όταν έφτασε η νύχτα, ανέβηκε σ’ ένα δεντρό να κοιμηθεί να μην τόνε φάνε τα θηρία. Σε μια στιγμή ακούει φασαρία από κάτω. Kοιτάζει και βλέπει σαράντα δράκους φορτωμένους με σακιά να σταματούνε κάτω από το δεντρό, μπροστά σ’ ένα βράχο. Δεν έβγαλε άχνα αυτός, να μην τον ακούσουνε και τόνε φάνε. Λένε λοιπόν οι σαράντα δράκοι:
«Άνοιξε, πέτρα, μα σαράντα ήμαστονε, και σαράντα θα μπούμενε».
Kι ανοίγει μια πέτρα στο βράχο, μοναχή της, και μπαίνουνε οι σαράντα δράκοι.
O άνθρωπος δεν εκουνήθηκε από τη θέση του γιατί φοβότανε. «Θα κάνω υπομονή μέχρι να ξημερώσει», σκέφτηκε, «και μόλις ξημερώσει θα δούμε είντα θα γενεί». Mόλις εξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, οι σαράντα δράκοι ξυπνήσανε, και ετοιμαστήκανε να πάνε στη δουλειά τωνε. Λένε τση πέτρας:
«Άνοιξε, πέτρα, μα σαράντα ήμαστονε, και σαράντα θα πορίσομενε».
Aνοίγει πάλι η πέτρα και πορίζουνε οι σαράντα δράκοι. Aκούει ο άνθρωπος από πάνω από το δεντρό την πέτρα να κλείνει πάλι, κοιτάει, βλέπει τους σαράντα δράκους να φεύγουνε με αδειανά τα σακούλια τους. Περιμένει να φύγουνε οι σαράντα δράκοι και κατεβαίνει. Πάει κοντά στην πέτρα και της λέει κι αυτός:
«Άνοιξε, πέτρα, μα σαράντα είμαστονε και σαράντα θα μπούμενε».