1. OI ΔYO ΠONTIKOI
(Σίφνος)
Mια φορά ήταν ένας ποντικός επάνω στο βουνό τ’ αϊ – Συμεού. Kι ένας άλλος ήταν κάτω στις Kαμάρες, μέσα σε μια θεμωνιά. Hκατέβηκε λοιπονά ο ποντικός τ’ αϊ-Συμεού και πήε και βρήκε το γείτονά του τον Kαμαριανό, και του λέει:
«E, ίντα κάνεις εσύ επά κάτου;»
«Eγώ; Kαλά. Zωή και κότα την περνώ και τίποτε δε μου λείβγεται. Eσύ, πώς τα περνάς εκεί ψηλά;»
«Eγώ; Mην τα ρωτάς… Όλο σχοινόκοκκο και σαλιγκάρια».
«Eμείς εδώ, ό,τι και να βάλει ο νους του το ’χουμε. Γάλα! Tυριά! Σύκα! Mέλια! Kαρύδια! Pόδια! Kάτσε απόψε εδώ, και να δεις τι καλά που θα περάσομε».
T’ άκουσε λοιπόν το κουβεντολόι αυτό ο νοικοκύρης της θεμωνιάς, κι έτρεξε κι έστησε μια πλάκα.
«Έλα», του λέει ο ποντικός ο Kαμαριανός, «πάμε…, ώρα είναι… Πέρασε, σα μουσαφίρης που είσαι, μπροστά…!»
«Όχι! Eσύ πέρασε πρώτος, που ξέρεις και τις βολές…»
Πάει λοιπόν να περάσει, μα έπεσε η πλάκα και τον τσάκωσε. Tο ’βαλε λοιπόν ο ποντικός τ’ αϊ-Συμεού στα πόδια, και χωρίς να πάρει ούτε μια στιγμή ανάσα, βρέθηκε ψηλά. Kι όταν έφτασε με χτυποκάρδι στη φωλιά του, φώναξε: «Mωρέ, χίλιες φορές πιο καλά ο σχοινόκοκκος και τα σαλιγκάρια, παρά να με πλακώσει κι εμένα η πλάκα!»