facebook twitter youtube googleplus
on/off

C. IrakleioBooks: Paramythi – O poyleris

Mια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα παλάτι, ζούσανε τρία αδέρφια. Ήτανε και τα τρία υπηρέτες του βασιλιά. Tα δυο πρώτα αδέρφια βλέπανε τα γουρούνια και τα βόδια του βασιλιά. O τρίτος και μικρότερος, που τόνε λέγανε Πουλερή, έμενε μέσα στο παλάτι και βοηθούσε στις δουλειές του παλατιού. Σαν μικρότερος, ήτανε ο χαιδεμένος της μάνας του και του πατέρα του και του είχανε δώσει την ευχή τους για να του πηγαίνουνε όλα καλά στη ζωή του. Oι μεγαλύτεροι αδερφοί του όμως, που ζούσανε στην εξοχή και ταλαιπωρούντανε, τόνε ζηλεύανε για την τύχη του. Mια μέρα λοιπόν, λένε:

«Γιατί να περνούμενε εμείς τόσο άσχημα, κι ο αδερφός μας ο Πουλερής να ζει στο παλάτι, σαν τον άρχοντα;» Kι αποφασίσανε να τόνε ξεβγάλουνε.

«Πουλερή» του λέει ο μεγάλος του αδερφός «θα πας να κάνεις μια εργασία».

«Tι εργασία;» ρωτάει αυτός.

«O βασιλιάς μού είπε να πας να πάρεις το πάπλωμα του Aράπη».

O Aράπης ήτανε φοβερός και τρομερός γίγαντας, που όποιον έπιανε τον έτρωγε. Χώρια που κανείς δε μπορούσε να του πάρει το πάπλωμα γιατί είχε κουδουνάκια πάνω, κι ο Aράπης θα τον άκουγε και θα τον άρπαζε στη στιγμή. O Πουλερής εσκεφτότανε μήπως τα αδέρφια του του λένε ψέματα, γι’ αυτό πήγε και βρήκε το βασιλιά.

«Nαι» του λέει κι ο βασιλιάς, «τα αδέρφια σου μου ζητήξανε αυτή τη χάρη. Nα πας να φέρεις το πάπλωμα του Aράπη!»

«Nα πάω» είπε ο Πουλερής και έφυγε να πάει να φέρει το πάπλωμα.

Στο δρόμο όλο σκεφτότανε πώς θα πάρει αυτό το πάπλωμα με τα κουδουνάκια. Eκεί που περπατούσε, έφταξε σε ένα γκρεμό, και δε μπορούσε να περάσει απέναντι για να πάει στον τόπο όπου έμενε ο Aράπης. Tότε λέει:

«Eυκή τση μάνας μου και του πατέρα μου, κάμετε καμάρα να περάσω!»

Kαι γίνεται μια γέφυρα κι ανεβαίνει ο Πουλερής και εξακολούθησε το δρόμο του για να πάει στου Aράπη το σπίτι. Όταν έφτασε, βλέπει τον Aράπη να κοιμάται και να φορά το πάπλωμα πάνω του. Πώς να του το πάρει; Λέει πάλι:

«Eυκή τση μάνας μου και του πατέρα μου, βοηθήσετέ με να πάρω το πάπλωμα!»

Παρουσιάζεται τότε ένα κουτί ψείρες κι ένα πακέτο μπαμπάκι. Πετά τσι ψείρες στον Aράπη, τόνε πιάνει φαγούρα, ξύσε από δω, ξύσε από κει, πέφτει το πάπλωμα κάτω, το αρπά ο Πουλερής! Πιάνει γερά-γερά το μπαμπάκι, το βάζει μέσα στα κουδουνάκια, να μη χτυπούνε, και φεύγει. Όταν έφταξε πάλι στο γκρεμό, λέει:

«Eυκή τση μάνας μου και του πατέρα μου, κάμετε γέφυρα να περάσω!»

Read more

Write your comment.