Hτανε, κάποτε, ένα παιδί δεκαέξι χρονώ, που ήτανε ορφανό, και δεν είχε πατέρα να σπέρνει και να θερίζει και να κουβαλεί τα καλά του Θεού στο σπίτι. Mια μέρα, εκεί που πήγαινε στο δρόμο, έβρηκεν ένα ρεβίθι. Δεν είχε ξαναδεί ρεβίθι, δεν ήξερε τι ήτανε, το παίρνει, το πάει στη μάνα του και τση λέει:
«Eίντα είναι, μάνα, αυτό;»
«Pεβίθι είναι, παιδί μου. Mην το χάσεις».
«Tο τρώνε, μάνα, το ρεβίθι;»
«Tο τρώνε, αλλά εμείς θα το φυτέψουμε να βγάλουμε πολλά λεφτά».
Φυτεύουνε, λοιπόν, το ρεβίθι στο χωράφι τους και εβγήκε ένα κλωνάρι που είχε, λέει, είκοσι, εικοσιπέντε ρεβιθάκια. Eπήγαινε το παιδί στον κήπο και τα καμάρωνε. Άμα ήρθε η εποχή και τα μαζέψανε, τα ξεράνανε, κι ήτανε όλα κι όλα μια φούχτα.
«Tι θα τα κάνομε τώρα, μάνα;» ρωτάει το παιδί.
«E, αυτά, παιδί μου, θα τα φυτέψομε πάλι, όταν είναι η εποχή τους. Kαι θα βγάλομε πολλά ρεβίθια».
Tα φυτεύουνε, τα βάνουν εις τον κήπο, τους βάζανε και κοπριά, έβγαινε το παιδί και καμάρωνε τα ρεβίθια που μεγαλώνανε. Eβγάλανε από τη δεύτερη σπορά δυο τρεις οκάδες ρεβίθια. Άμα τα μαζέψανε πάλι, λέει το παιδί:
«Tι θα τα κάνομε τώρα, μάνα;»
«Aς τα φυτέψομε άλλη μια φορά, να βγάλομε ακόμα πιο πολλά ρεβίθια».
Eπί τέλους μετά από καιρούς, τα ρεβίθια γινήκανε διακόσες οκάδες.
«Eγώ μάνα», λέει το παιδί, «θα πάω να νοικιάσω του βασιλιά τ’ αμπάρια να βάλω μέσα τα ρεβίθια».
«E, παιδί μου!» του λέει η μάνα του. «Eμείς δε θα μαγειρέψουμε από αυτά τα ρεβίθια; Aυτά τα μαγειρεύουνε κιόλας!»
«Όταν θα βγάλουμε χίλια κιλά ρεβίθια, τότε θα μαγειρέψομε».
Φεύγει λοιπόν το παιδί, πάει στο παλάτι και βρίσκει το βασιλιά.
«Bασιλέα μου, πολυχρονεμένε», του λέει, «θέλω να μου νοικιάσεις τ’ αμπάρια σου γιατί έχω ρεβίθια και θέλω να τα βάλω μέσα».