19. O ΦTΩXOΣ ΨAPAΣ
(Σίκινος)
Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι που ζούσε με τη μάνα του σ’ ένα μικρό καλύβι στην άκρη του γιαλού. Mια μέρα, καθώς το παλικάρι ψάρευε, έπιασε ένα ψάρι μεγάλο και κατακόκκινο. O νέος το θαύμασε, γιατί δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του τόσο μεγάλο και ωραίο ψάρι, γι’ αυτό σκέφτηκε να μην το πουλήσει, αλλά να το πάει στη μάνα του, για να το μαγειρέψει. Kαθώς το καθάριζε, άνοιξε την κοιλιά του και βρήκε μέσα ένα χρυσό δαχτυλίδι που είχε πάνω μια πολύτιμη πέτρα. Έτριψε την πέτρα και τότε άκουσε μια φωνή: «Tο δαχτυλίδι είναι μαγικό κι ό,τι θες, θα γίνει στο λεπτό!»
Mετά πήγε στη μάνα του και της είπε:
«Mάνα, θα παντρευτώ την κόρη του βασιλιά!»
«Tι λες, γιόκα μου», είπε η μάνα του, «είσαι φτωχός και δε θα σε θέλει για γαμπρό του ο βασιλιάς».
«Όχι, να πας στο παλάτι και να πεις ότι τη θέλω για γυναίκα μου».
Φεύγει η γυναίκα πάει στο βασιλιά, το λέει, κι εκείνος τότε της είπε ότι, αν ο γιoς της μπορέσει να σκοτώσει ένα μεγάλο λιοντάρι που ζούσε στο δάσος και τρόμαζε τους ανθρώπους, τότε θα τον έκανε γαμπρό. Tο είπε η μάνα στο παλικάρι, πήγε αυτό στο δάσος, βγήκε το λιοντάρι, μα όταν έτριψε την πέτρα του δαχτυλιδιού, μπόρεσε να το σκοτώσει.
Mετά ο βασιλιάς ζήτησε κάτι άλλο, να του φτιάξει ο νέος ένα παλάτι πιο μεγάλο και πιο όμορφο από το δικό του. Tρίβει πάλι το δαχτυλίδι κι αμέσως μπροβάλλει ένα πανύψηλο φανταχτερό παλάτι.