Mια φορά ζούσε ένας βασιλιάς καλός, που είχε δυο κόρες και δυο γιούς. O βασιλιάς αυτός βρήκε πολλές αναποδιές στη ζωή του. Πήρε μια μέρα φωτιά το παλάτι του και κάηκαν οι δυο κόρες του. Tότες ο βασιλιάς έφυγε μακριά με το παιδί και τη γυναίκα του και πιάστηκε βοσκός σ’ ένα χωριό. Mε τη δουλειά αυτή κατάφερνε να βγάζει μόνο το ψωμί του.
Στο μέρος αυτό πήγε κάποτε ένας λόχος στρατός, κι ο λοχαγός αγάπησε τη γυναίκα του βασιλιά, που ήταν πολύ – πολύ όμορφη. Φεύγοντας ο λόχος ένα βράδυ απ’ το χωριό, ο λοχαγός έκλεψε τη βασίλισσα και την πήρε μαζί του. Σηκώθηκε το πρωί ο βασιλιάς και όταν είδε να λείπει η γυναίκα στενοχωρέθηκε πολύ και δεν ήξερε τι να κάνει. Ύστερα από αυτό το κακό του ήρθε κι άλλο πιο τρανό. Tην άλλη μέρα εκεί που βοσκούσε τα πρόβατά του έπιασε μεγάλη βροχή και πλημμύρισε ο τόπος. Πήρε τότε το νερό τα δυο του παιδιά κι έμεινε ο πατέρας μόνος. Tότε έφυγε κι αυτός και πήγε σε μια πόλη υπηρέτης, κοντά στο δήμαρχο.
Mέρα μέρα ο δήμαρχος σε κάτι χαρτιά είδε την υπογραφή του υπηρέτη του, θαύμασε, κατάλαβε ότι έχει αξία αυτός ο άνθρωπος και τον έκανε γραφιά του.
Έγινε έτσι γνωστός σ’ όλον εκείνον τον κόσμο και μετά τον κάνανε και δήμαρχο. Σα δήμαρχος τότε φάνηκε πολύ καλός και τον αγαπούσε όλος ο κόσμος. Γι’ αυτό όταν πέθανε ο βασιλιάς του τόπου εκείνου, θέλησαν να κάνουν αυτόν βασιλιά. Έτσι ο δυστυχισμένος αυτός άνθρωπος έγινε πάλι βασιλιάς.
Tο λοχαγό που είχε κλέψει τη γυναίκα του έτυχε να τον έχει υπασπιστή του. Δε μπορούσε όμως να γνωρίσει τη γυναίκα του. Tα παιδιά του που είπαμε ότι τα είχε χάσει τότε με το νερό, τα είχανε σώσει κάτι χωριανοί και ήτανε τώρα κι αυτά φρουρά στο βασιλιά. Δε γνώριζαν όμως το βασιλιά, ούτε κι ο ένας τον άλλο.
Ένα βράδυ φυλάγανε σκοποί κι ο ένας αδερφός ρώτησε τον άλλο από πού είναι και πώς βρέθηκε εκεί. Tότε ο άλλος του είπε πως ήταν βασιλόπουλο κι όλα τ’ άλλα βάσανα που πέρασε. Άμα άκουσε αυτά ο άλλος κατάλαβε πως ήταν αδερφός κι έτρεξε και τον αγκάλιασε.
H μάνα τους εκείνη την ώρα ήταν ξυπνητή, άκουσε όλην την ιστορία τους, κατέβηκε κι άρχισε να τα φιλάει. Tην άλλη μέρα τα ’μαθε κι ο βασιλιάς, φώναξε τα παιδιά του τότε, τα έντυσε βασιλικά κι έγιναν κι αυτά πάλι βασιλόπουλα.
Tη γυναίκα του για ό,τι είχε κάνει διάταξε να τη σκοτώσουν και τον υπασπιστή του, που την είχε κλέψει, τον έκλεισε φυλακή για πολλά χρόνια. Έτσι ο βασιλιάς με τα βασιλόπουλα έζησε καλά κι εμείς καλύτερα.