facebook twitter youtube googleplus
on/off

M. RodosBooks: Paramythi-i triseugeni

Εκείνον τον καιρό κι εκείνα τα ζαμάνια* ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχαν ένα γιο, μοναχογιό. Αυτό το παιδί τους λοιπόν αρρώστησε κι ο βασιλιάς γύριζε του γιατρούς κι έλεγε: «Άμα κάμετε καλά το παιδί μου, θα βγάλω διαταγή να τρέχουν οι βρύσες μέλι, γάλα και βούτυρο, τρεις μέρες ακατάπαυστα».

Ήθελε ο Θεός και το βασιλόπουλο έγινε καλά. Τότε ο βασιλιάς έβγαλε διαταγή να τρέχουν οι βρύσες τα καλά που τους έταξε. Κι όλος ο κόσμος έτρεξε για να πάρει από τα καλά που έδωσε ο βασιλιάς. Ήταν όμως και μια γριά, τσιγγάνα, που δεν το άκουσε.

Την τρίτη μέρα πια, που τελειώσαν τα καλά, λέει μια γειτόνισσα της γριάς:

«Πήγες εσύ να πάρεις από τα καλά που τρέχουν οι βρύσες τρεις μέρες τώρα;»

«Όχι, που να το ξέρω, κόρη μου; έχει τώρα να πάω να φέρω κι εγώ;» λέει η γριούλα.

«Μπορεί και να ’χει ακόμα», της λέει πάλι η γειτόνισσα.

Πιάνει λοιπόν ένα κουζάκι* να πάει να το γεμίσει κι αυτή η φτωχή. Και πήγε στις βρύσες, που ήταν κοντά στο παλάτι. Τις άνοιξε, μα δεν έτρεχαν πολύ, γιατί ήταν η τρίτη μέρα. Έτσι γέμιζε το κουζί της με τις σταλαγματιές. Όταν πια κόντευε να το γεμίσει, το βασιλόπουλο, που ήταν στο παράθυρό του κι έβλεπε, πέταξε μια πέτρα και της έσπασε το κουζί της. Η γριά στενοχωρήθηκε. Γύρισε και κοίταξε δεξιά, αριστερά και κάτω και πάνω. Τότε, είδε το βασιλόπουλο, που χαχάνιζε, και του είπε:

«Εγώ γέμισα το λαγηνάκι μου με τόσο κόπο κι εσύ ήρθες να μου το σπάσεις; Κάνω να σε καταραστώ και πάλι σε λυπάμαι, που σ’ έχει η μάνα σου ακριβό και το Θεό φοβάμαι. Αλλά, από της Τρισεύγενης τα χέρια να μη γλιτώσεις! Ακούς;»

Όταν τ’ άκουσε το βασιλόπουλο, κοίταζε παράξενα τη γριά τσιγγάνα και πήγε και τα είπε του πατέρα του, του βασιλιά. Κι ο πατέρας του, του λέει:

«Παιδί μου, αυτό να μην το σκέφτεσαι καθόλου και να μην το ξαναπείς. Γιατί, σαν κι εσένα, πήγανε πολλοί και δε γύρισαν πίσω».

Μα το βασιλόπουλο είχε πάρει κιόλας την απόφασή του και λέει:

«Όχι, εγώ θα πάω κι ας μη γυρίσω».

Του ετοιμάζουν λοιπόν ένα από τα καλά άλογα κι ένα τουβρά* με ψωμιά και φαγιά, για το μακρινό ταξίδι του.

Περπάτησε μέρες και νύχτες, ώσπου βρίσκει μια μάγισσα και της λέει:

«Καλημέρα, μάμη μου».

«Καλώς το παιδί μου», του λέει αυτή. «Αν δε μου ’λεγες, καλημέρα μάμη μου, θα σε ’τρωγα».

«Κι εσύ αν δε μ’ έλεγες, παιδί σου, θα σε σκότωνα».

«Πού πας;»

«Πάω να βρω την Τρισεύγενη και θέλω να μου δείξεις το δρόμο».

Read more…

Write your comment.