Κόκκινη κλωστή κλωσμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ’ της κλότσο να γυρίσει
παραμύθι ν’ αρχινήσει
και την καλή μας συντροφιά
να την καλησπερίσει.
Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα σας. Σύρσου παρακεί να στο πω απ’ την αρχή.
Εκείνο τον καιρό και κείνα τα ζαμάνια ήταν ένας βασιλιάς κι όταν ήρθε η ώρα του να πεθάνει, φώναξε τους δυο γιους του για να τους μοιράσει την περιουσία του. Το ένα μέρος της περιουσίας του ήταν η ευχή του μόνο και το άλλο ήταν η κατάρα του και όλα του τα πράγματα. Ο μεγάλος γιος διάλεξε και πήρε την κατάρα του πατέρα του κι όλα του τα πράγματα κι ο μικρός την ευχή του μόνο.
Αφού πέθανε ο βασιλιάς, ο μικρός γιος έφυγε και πήγε στην πόλη ενός άλλου βασιλιά. Όταν έφτασε εκεί έψαχνε μέρος να μείνει και τότε συνάντησε ένα γέρο καφετζή και του λέει: «Μπάρμπα καφετζή, δε μ’ αφήνεις να μείνω λίγο διάστημα μαζί σου, να τρώω κι εγώ λίγο ψωμί;»
«Εγώ δε βγάζω το δικό μου ψωμί, πώς να δώσω κι εσένα;» του απαντάει ο καφετζής.
«Άσε με, μπάρμπα καφετζή, κι όταν είμαι ’γω κοντά σου ο Θεός θα μας βοηθήσει και τους δυο».
Μ’ αυτά τα λόγια ο καφετζής δέχτηκε κι έτσι μπήκε το βασιλόπουλο στον καφενέ του.
Αμέσως πιάνει και συγυρίζει τον καφενέ, τον ασπρίζει δεξιά κι αριστερά, πλένει και τα καφόμπρικά του και τότε μπήκαν δυο μουστερήδες* κι ευχαριστήθηκαν πάρα πολύ με την περιποίηση του παιδιού.
Αφού πήγαν κι άλλοι πολλοί κι έμειναν ευχαριστημένοι, τ’ άκουσε κι ο βεζίρης* και πήγε κι αυτός. Το παιδί το κατάλαβε πως ήταν ο βεζίρης και του έκανε σχήμα* βεζιρικό κι αυτός ευχαριστήθηκε κι όταν έφευγε έβαλε δώρο στο δίσκο περίπου είκοσι λίρες.
Ο βεζίρης πήγε μετά στο βασιλιά και του είπε ότι υπάρχει ένα καλό παιδί στου γέρο καφετζή. Ο βασιλιάς θέλησε να γνωρίσει το παιδί. Άλλαξε λοιπόν ρούχα, για να μην τον γνωρίσουν, και πήγε στον καφενέ. Το παιδί όμως το κατάλαβε πως ήταν ο βασιλιάς και του έκανε σχήμα βασιλικό κι αυτός ευχαριστήθηκε πολύ κι όταν έφευγε έβαλε δώρο στο δίσκο περίπου πενήντα λίρες.
Ο βασιλιάς αγάπησε πολύ το παιδί και προνόησε πως θα ήταν σωστό να το παντρέψει με την κόρη του. Το προσκάλεσε λοιπόν στο παλάτι και του λέει:
«Παιδί μου, πάρε αυτά τα τεφτέρια της δωδεκάδας μου να τα λογαριάσεις».