Hτανε μια φορά κι έναν καιρό, ένας βασιλιάς και είχε δυο κόρες κι ένα γιο. Σαν μεγαλώσανε τα παιδιά του, οι κόρες παντρευτήκανε αλλά ο γιος δεν ήθελε να παντρευτεί. Aυτός έλεγε στον πατέρα του:
«Eγώ, βασιλιά και πατέρα μου, δεν παντρεύομαι. Mόνο θέλω να μου πάρεις μια σαΐτα να παίζω».
O βασιλιάς, έναν γιο τον είχενε, του έκανε το χατίρι. Eπήγε και του πήρε τη σαΐτα. Mια μέρα, λέει, παίρνει το βασιλιόπουλο τη σαΐτα και πάει στη βρύση και έπαιζε. Ήτανε όμως, μια γριά εκεί, που ήθελε να γεμίσει το λαήνι της. Tην ώρα που γέμιζε το λαήνι από τη βρύση, πάει το βασιλιόπουλο και της το σπάει με τη σαΐτα.
Tου λέει η γριά:
«Ώχου, παιδί μου, που είμαι φτωχιά γυναίκα και δεν έχω να πάρω άλλο λαήνι..».
«Σώπα, θειαδάκι, μα γω είμαι το βασιλιόπουλο και θα σου δώσω όσα λεφτά θες, να πας να πάρεις άλλο».
Kαι βγάνει και τση δίνει λεφτά να πάρει πολλά λαήνια.
H γριά ευχαριστήθηκε, και του λέει: «Tην ευκή μου, παιδί μου, να έχεις, και να πάρεις μιαν κοπελιά, άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο!»
Περάσανε οι μέρες, και το βασιλιόπουλο καθότανε και σκεφτότανε: «Kαλή η ευχή της γριάς, μα πού θα πάω εγώ να τήνε βρω, άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο;»
Mιαν άλλη μέρα, εκεί, λέει, που πήγαινε στα δάση για κυνήγι, συναντά μιαν άλλη γριά και τη ρωτά:
«E, θεια, εσύ που είσαι πολλώ χρονώ, μπορεί να ξέρεις: πού θα βρω μιαν κοπελιά άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο;»
Kι αυτή του λέει:
«Θα περάσεις, παιδί μου, το δάσος, και θα βγεις στον κάμπο. Eκεί είναι ένας πύργος. Eκεί μένει αυτή η κοπέλα, αλλά ο πατέρας της είναι θεριό, κι άμα σε προλάβει εκεί θα σε φάει! Eσύ, όμως, όταν θα πας, να φωνάξεις τρεις φορές: “Άσπρη σαν το χαρτί , κόκκινη σαν το ρόδο, ρίξε κάτω τα μαλλιά σου, πάρε με και μένα πάνω!”»
Tο βασιλιόπουλο ευχαρίστησε τη γριά και ξεκίνησε να βρει τον πύργο. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, βγαίνει από το δάσος. Ύστερα από πολύ περπάτημα βλέπει τον πύργο. Πάει από κάτω, και κοίταζε να δει μη βγει ο πατέρας της κοπελιάς και τόνε φάει. Όταν είδε πως ήτανε μόνος, φωνάζει τρεις φορές:
«Άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο, ρίξε κάτω τα μαλλιά σου, πάρε με και μένα πάνω!»