Ἀνατολικῶς τῆς Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν ἔρημον εὑρίσκονται τὰ ἐρείπια τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου περίπου 17 χιλιόμετρα νοτίως τῆς ὁδοῦ Ἱεροσολύμων –Ἱεριχοῦς.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος κατήγετο ἀπὸ τὴν Μελιτήνην τῆς Μικρᾶς Ἀρμενίας, ἐγεννήθη τὸ 377 μ.X. καὶ τὸ 406 εἰς ἡλικίαν 29 ἐτῶν ἦλθε εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους ὅπου παρέμεινε εἰς σπήλαιον τῆς πόλεως Φαρᾶν διὰ πέντε χρόνια. Τὸ 411 ἀναζητῶν μεγαλυτέραν ἡσυχίαν κατέφυγε μὲ τὸν συνασκητήν του Θεόκτιστον εἰς μίαν ἄλλην ἐρημικὴν τοποθεσίαν, εἰς τὰ σπήλαια τοῦ χειμάρρου wadi Mukellik. Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου ἐξαπλώνεται καὶ πολλοὶ μοναχοί, κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν καὶ σκηνίται Ἄραβες ἔρχονται νὰ τὸν συναντήσουν. Ὁ Ἅγιος νουθετεῖ καὶ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς των. Μεταξὺ τῶν θεραπευθέντων εἶναι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Σαρακηνοῦ φυλάρχου Ἀσπέβετου, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπὸ παράλυσιν. Ὁ Ἀσπέβετος καὶ ὁλόκληρος ἡ φυλή του, μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἐβαπτίσθησαν καὶ ἔγιναν Χριστιανοί. Ὁ Ἀσπέβετος μὲ τὴν προτροπὴν τοῦ Ἁγίου ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν Πατριάρχην Ἱεροσολύμων ἐπίσκοπος, γνωστὸς ὡς Πέτρος ἐπίσκοπος Παρεμβολῶν καὶ ἦτο ὁ πρῶτος Ἄραψ ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος ἀντιπροσώπευε τοὺς Ἄραβας σκηνίτας τῆς περιοχῆς εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τῆς Ἐφέσου τὸ 431 μ.Χ. Κινούμενος ἀπὸ εὐγνωμοσύνην ὁ Ἀσπέβετος-Πέτρος κτίζει εἰς τὴν περιοχὴν Khan el Ahmar τὰς βασικοτέρας οἰκοδομὰς τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, ἡ ὁποία ἔφθασε εἰς μεγάλην ἀκμὴν μὲ τὴν σύνοδον τῆς Χαλκηδόνος τὸ 451 μ.Χ., ὁπότε μὲ τὴν φωτεινὴν παρουσίαν τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου γίγνεται τὸ κάστρον τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Παλαιστίνην. Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ἀπεβίωσε τὸ 473 μ.Χ. εἰς ἡλικίαν 97 ἐτῶν, ἀφοῦ ἔδωσε ἐντολὴν νὰ μετατραπῇ ἡ Λαύρα αὐτὴ εἰς Κοινόβιον. Εἰς διάστημα ἑπτὰ ἐτῶν ἀπὸ τὸν θάνατόν του, τὸν χῶρον τῆς Λαύρας κατέλαβε ἓν σύγχρονον κοινόβιον, περιτειχισμένον, τὸ ὁποῖον περιελάμβανε μίαν εὐρύχωρον Ἐκκλησίαν, κοιμητήριον, κοινὴν τράπεζαν, μαγειρεῖον, πολλὰ κελλιά, σταύλους, ἕνα πύργον, μεγάλας δεξαμενὰς νεροῦ καὶ ἄλλους βοηθητικοὺς χώρους. Αἱ ἐργασίαι αὐταὶ ἔγιναν μὲ ἐντολὴν τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τοῦ διακόνου Ἱεροσολύμων Φειδίου. Τὸ Μοναστήριον εἰς τὸν μακραίωνον βίον του, ὀκτὼ περίπου αἰώνων, κατεστράφη πολλὰς φορὰς ὑπὸ βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν καὶ ὑπὸ σεισμῶν. Τὸ 616 ὑπὸ τῶν Περσῶν, τὸ 637 ὑπὸ τῶν Ἀράβων, τὸ 659 καὶ 747 ὑπὸ σεισμῶν, τὸ 1009 ὑπὸ τοῦ Χαλίφου Χακὶμ καὶ τέλος τὸ 1260-70 ὑπὸ τοῦ Κιρκασίου Μαμελούκου Σουλτάνου Baibars al Malek az-Zahir. Κατὰ τοὺς αἰῶνας, οἱ ὁποῖοι ἠκολούθησαν, τὸ μοναστήριον κατοικεῖται πότε ἀπὸ μοναχοὺς καὶ πότε ἀπὸ ἀραβικὰς φυλάς, οἱ ὁποῖοι κατὰ καιροὺς ἐξουσιάζουν τὴν περιοχήν.
Ἡ ταύτισις τῆς τοποθεσίας Khan el Ahmar μὲ τὴν Μονὴν συμπίπτει μὲ τὴν περιγραφήν, τὴν ὁποίαν δίδει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου, Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης, καὶ μὲ τὰς ἀρχαιολογικὰς ἀνασκαφάς, αἱ ὁποῖαι ἔγιναν εἰς τὴν περιοχήν. Ἀνασκαφαὶ εἰς τὰ ἐρείπια τῆς μονῆς ἔγιναν τὰ ἔτη 1928-1930 ὑπὸ τὴν διεύθυνσιν τοῦ Derwas J. Chitty ἐκ μέρους τῆς Βρεττανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Σχολῆς Ἱεροσολύμων. Τότε ἐκαθαρίσθη μέρος τοῦ κυρὶως ναοῦ καὶ τοῦ κοιμητηρίου. Κατὰ τὰ ἔτη 1976-79 ἔγιναν νέαι ἀνασκαφαὶ ὑπὸ τὴν διεύθυνσιν τοῦ Δρ. Γιάννη Μεϊμάρη ἐκ μέρους τοῦ τμήματος Ἀρχαιοτήτων τοῦ Ἰσραήλ, ὁπότε ἀνεσκάφησαν καὶ ἐμελετήθησαν πέραν τῶν προαναφερθέντων χώρων τῆς κεντρικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Κοιμητηρίου ἓξ ἐπιπλέον τάφοι ἐντὸς τοῦ κεντρικοῦ θαλάμου, εἷς δεύτερος νεκρικὸς θάλαμος, δυτικῶς τοῦ κεντρικοῦ, εἷς μικρότερος καμαροειδὴς θάλαμος βορείως τῆς προθέσεως τῆς κεντρικῆς Ἐκκλησίας, μία μεταγενεστέρας περιόδου Τράπεζα τῆς μονῆς καὶ οἱ χῶροι ἐντὸς τοῦ βορείου τείχους κοντὰ εἰς τὴν σημερινὴν κεντρικὴν εἴσοδον τῆς μονῆς.
Ἐκαθαρίσθησαν ἐπιφανειακῶς εἷς μικρὸς πύργος δυτικῶς τῆς κεντρικῆς Ἐκκλησίας, ἐπάνω εἰς τὴν γραμμὴν τοῦ δυτικοῦ τείχους, αἱ αὐλαὶ βορείως καὶ νοτίως τοῦ Κοιμητηρίου καὶ εἷς χῶρος εἰς τὴν νοτιοανατολικὴν πλευράν, ἔξωθεν τῆς κεντρικῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιπλέον ἐνισχύθησαν ἀρκετοὶ τοῖχοι βασικῶν κτισμάτων καὶ συνετηρήθησαν, ἀφοῦ πρῶτον ἀπεκαλύφθησαν τὰ ψηφιδωτὰ δάπεδα καὶ τὸ μαρμαροθέτημα τῆς κεντρικῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα τελικῶς ἐσκεπάσθησαν μὲ ἄμμον διὰ νὰ προστατευθοῦν. Εὑρέθησαν ἀρκετὰ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη, κομμάτια ἀπὸ τοιχογραφίας διαφόρων ἐποχῶν, γύψινοι ὑποδοχαὶ ὑαλοπινάκων, ἕνας ἀκέραιος ὑαλοπίνακας καὶ ἀρκετὰ ὑάλινα θραύσματα. Ἐπίσης εὑρέθησαν ὄστρακα ἀπὸ μαγειρικὰ σκεύη, λυχνάρια κ.λ.π.
Ἀπὸ τὰς ἀνασκαφὰς τῶν ἐτῶν 1928-1930 καὶ 1976-79 πιστεύουμε, ὅτι ἀπὸ τὰ οἰκοδομήματα τῆς λαύρας ἔχουν ἐντοπισθεῖ: ὁ χῶρος εἰς τόν ὁποῖον εὑρίσκετο τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου, τὸ δάπεδον τοῦ ἀρχικοῦ εὐκτηρίου οἴκου, μία δεξαμενὴ καὶ μία ἀποθήκη σίτου, ἀνατολικῶς τοῦ χώρου τῶν ἀνασκαφῶν, ἴσως δὲ καὶ ὁ πρῶτος τάφος τοῦ Ἁγίου. Ἐκ τῶν οἰκοδομημάτων τοῦ Κοινοβίου, τὰ ὁποῖα ἐκτίσθησαν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς χώρους τῆς Λαύρας ἔχουν ἐντοπισθεῖ: τό Koιμητήριον, οἱ βασικοὶ τοῖχοι τῆς Ἐκκλησίας, δυὸ καμαρωτοὶ τάφοι, κάτω ἀπὸ τὴν πρόθεσιν καὶ βορείως τῆς προθέσεως, ὁ πύργος τῆς Μονῆς, τὸ θυρωρεῖον, ἀρκετὰ δωμάτια, καὶ τὸ κάτω μέρος τοῦ ἐξωτερικοῦ τείχους σὲ ὅλας σχεδὸν τὰς πλευράς του. Ἀπὸ μεταγενεστέρας περιόδους ἔχουν εὑρεθεῖ : λείψανα παρεκκλησίου ἐπάνω ἀπὸ τὸ κοιμητήριον, μέρη τῆς κεντρικῆς Ἐκκλησίας, μεγάλαι δεξαμεναὶ νεροῦ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ συγκροτήματος τῆς Μονῆς, μία τράπεζα, μέγα μέρος τοῦ βορειοδυτικοῦ τείχους μὲ τὴν ἐξωτερικὴν πύλην, πολλοὶ διαχωριστικοὶ καὶ ἐνισχυτικοὶ τοῖχοι, κλίμακες, διάδρομοι καὶ καμάρες ἑνὸς λαβυρινθώδους συγκροτήματος, τὸ ὁποῖον ὅμως, ἐὰν δὲν καθαρισθῇ πλήρως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαβασθῇ ἀρχιτεκτονικῶς καὶ νὰ προσδιορισθοῦν αἱ χρονολογικαὶ φάσεις τῆς λειτουργίας του.
Yianns E. Meimaris, The Monastery of saint Eythymios the Great at Khan- Ahmar in the Wilderness of Jydaea: Rescye excavatios and basic protection Measyres, 1976-1979 Athens 1989