Το Πολεμικό Μουσείο – Παράρτημα Ναυπλίου εγκαινιάστηκε στα τέλη Νοεμβρίου 1988 και στεγάζεται στο κτίριο που επέλεξε ο Ι. Καποδίστριας για φιλοξενήσει την πρώτη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (1828). Αποτελεί Παράρτημα – το πρώτο που ιδρύθηκε στην Ελλάδα – του Πολεμικού Μουσείου της Αθήνας.Η αποστολή του Παραρτήματος Ναυπλίου του Πολεμικού Μουσείου είναι η συλλογή, συντήρηση και παρουσίαση των αντικειμένων και των γραπτών μαρτυριών που φωτίζουν τις πτυχές της νεώτερης ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, από τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια μέχρι την απελευθέρωση από τη Γερμανική Κατοχή του 1944 και επίσης, όπως είναι αυτονόητο, λόγω του περιφερειακού χαρακτήρα του, η διάσωση της ιστορικής μνήμης και προώθηση της τοπικής ιστορίας και του τοπικού πολιτισμού. Επιπλέον, και επειδή ακριβώς το Παράρτημα Ναυπλίου στεγάζεται σε ένα κτίριο το οποίο αποτελεί αυτούσιο ιστορικό μνημείο, στο τριώροφο οικοδόμημα που στέγασε τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, στην αποστολή του Μουσείου περιλαμβάνεται και η παρουσίαση, με βάση τα εκθέματα που διαθέτει στη μόνιμη συλλογή του, του χρονικού της ίδρυσης και της πορείας του πρώτου ιδρύματος ανωτάτης εκπαίδευσης της χώρας μας από το 1828 μέχρι το 1834, καθώς και η με κάθε αφορμή προβολή της ιστορικής, στρατιωτικής, επιστημονικής του ταυτότητας.
Προκειμένου να ανταποκριθεί στην ευρύτατη αποστολή του, το Παράρτημα Ναυπλίου του Πολεμικού Μουσείο έχει συγκεντρώσει και στεγάσει ένα σημαντικό μέγεθος μουσειακού υλικού (κανόνια, όλμους, οβούζια, όπλα, εξαρτήματα όπλων, άγκυρες, πολεμικά λάφυρα, ιστορικές φωτογραφίες, ομοιώματα πλοίων και αεροσκαφών, στολές, πίνακες, λαϊκές εικόνες, χαρακτικά, χάρτες, χειρόγραφα, αντικείμενα μικροκαλλιτεχνίας, σημαίες και εμβλήματα καθώς και προσωπικά ενθυμήματα επώνυμων και ανωνύμων αγωνιστών) το μεγαλύτερο μέρος από τα οποία προέρχεται από τις αντίστοιχες συλλογές του Πολεμικού Μουσείου.
Μερικά από τα εκθέματα που βρίσκονται στις προσθήκες του παραχωρήθηκαν με προθυμία και ευγένεια από το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα. (στρατιωτικές στολές και τοπικές ενδυμασίες), ορισμένα από δημόσιους φορείς της Αργολίδας (Δήμους και Τράπεζες), ενώ εμπλουτίστηκε και με σημαντικές δωρεές και χρησιδάνεια ιδιωτών. Τα ενθυμήματα και τα κειμήλια της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου είναι εκτεθειμένα σε δυο ορόφους διαρρυθμισμένους, ο πρώτος σε τέσσερις και ο δεύτερος σε δυο αίθουσες, με ικανό αριθμό προθηκών που πλαισιώνουν σειρές από φωτογραφικές μονάδες. Είναι τακτοποιημένα σε ιστορικούς κύκλους, με χρονολογική διαδοχή, διατεταγμένα από δεξιά προς τα αριστερά και συνοδεύονται στο σύνολό τους από επεξηγηματικά κείμενα που αποκαλύπτουν την προέλευση και αναδεικνύουν τη σημασία τους.
Η σχεδίαση και το στήσιμο των προθηκών και των εκθεσιακών μονάδων όπου εκτυλίσσεται η έκθεση, οι οποίες κατασκευάστηκαν με προορισμό να λειτουργήσουν μόνο ως το απολύτως αναγκαίο υπόβαθρο των εκθεμάτων, έχει γίνει με τρόπο προσεγμένο και μεθοδικό χωρίς πρόσθετα μορφολογικά στοιχεία. Η παρουσίαση των μουσειακών αντικειμένων στις αίθουσες είναι γραμμική και λιτή, σχεδόν αυστηρή, αρνούμενη τη χρησιμοποίηση ειδικών διακοσμήσεων και εξεζητημένων πλαισιώσεων, η διευθέτηση των κειμηλίων στις εκθεσιακές μονάδες γίνεται με άνεση χώρου δίχως να “σπρώχνει” το ένα το άλλο.
Τα λειτουργικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη στήριξή τους είναι διακριτικά περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, τα χρώματα τόσο στις βιτρίνες όσο και στους τοίχους , ουδέτερα και απαλά ξεκουράζουν την όραση και τονίζουν τα εκθέματα που περιβάλλουν, η ηχομόνωση των εκθεσιακών χώρων είναι αποτελεσματική ενώ ο φωτισμός τους χωρίς είναι έντονος και ενοχλητικός, καταφέρνει και αποκαλύπτει συνολικά τον κειμηλιακό πλούτο ακόμη και τις λεπτομέρειές του.
Οι παραπάνω αρχιτεκτονικές και μουσειογραφικές επιλογές, σε ένα χώρο όχι απλώς μουσειακό αλλά με έντονο και αναπόσπαστο ιστορικό χαρακτήρα, αναζήτησαν και βρήκαν εκείνα τα στοιχεία που θα δημιουργούσαν μια εκθεσιακή εικόνα η οποία θα έδινε στα μεν εκθέματα τη δυνατότητα να προβάλουν μόνα τους, ανόθευτα, τα ιστορικά τους συμφραζόμενα και την ξεχωριστή αισθητική και καλλιτεχνική αξία τους, στους δε επισκέπτες την ευκαιρία να τα συναντήσουν και να ερμηνεύσουν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, τις μαρτυρίες και τα μηνύματά τους, σε ένα χώρο απερίσπαστο και ανεπηρέαστο από εξωτερικές, φυσικές ή τεχνικές, επιδράσεις.
Σε ένα περιβάλλον που είναι προφανές ότι αποβλέπει όχι στην τέρψη του επισκέπτη αλλά στην επικοινωνία, τροφοδώντας με ερεθίσματα τη μνήμη και την κρίση του και αναμοχλεύοντας πολύ συχνά μνήμες από την προσωπική του ιστορία.
Έκθεση
Στον πρώτο όροφο του Μουσείου εκτίθενται κειμήλια και ενθυμήματα από την ιστορική πορεία της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, της περιόδου της Επανάστασης του 1821, του Μακεδονικού Αγώνα (1904 – 1908), των Βαλκανικών Πολέμων (1912 – 13) και από τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στο δεύτερο όροφο είναι τοποθετημένα εκθέματα από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, 1940 – 41, τη Γερμανική Εισβολή, την Κατοχή και την Απελευθέρωση. Στον όροφο αυτό βρίσκεται, ξεχωριστά από τον υπόλοιπο μουσειακό χώρο, ειδική αίθουσα η οποία, κατάλληλα διαρρυθμισμένη κάθε φορά, προορίζεται να φιλοξενεί τις περιοδικές εκθέσεις που (συν)διοργανώνει το Παράρτημα Ναυπλίου.
Σήμερα, το Παράρτημα Ναυπλίου του Πολεμικού Μουσείου, είτε ως φύλακας και εκθέτης των κειμηλίων που διαθέτει στη συλλογή του και των ιστορικών ενθυμήσεων που τα συνοδεύουν, είτε μέσα από περιοδικές εκθέσεις που, με επιμονή και συνέπεια, (συν)διοργανώνει, είτε, τέλος, με τη (συν) διοργάνωση εκδηλώσεων που άπτονται του αντικειμένου του (διαλέξεις, συζητήσεις, έχει αντρωθεί και καταξιωθεί στη συνείδηση της τοπικής κοινωνίας της Αργολίδας ως ζωτικός θεσμός υψηλής πνευματικής, αισθητικής και εκπαιδευτικής αποστολής, γι’ αυτό και το έχει αγκαλιάσει με ιδιαίτερη ευαισθησία και ενδιαφέρον.
Το κτίριο
Το τριώροφο επιβλητικό οικοδόμημα όπου σήμερα στεγάζεται το Πολεμικό Μουσείο – Παράρτημα Ναυπλίου και το Στρατολογικό Γραφείο Ναυπλίου κτίσθηκε πιθανότατα κατά το β’ μισό του 18ου αιώνα.
Είναι οικοδομημένο στην άκρη της παλαιάς πόλης, στη διαδρομή του ενετικού επιθαλάσσιου τείχους (φρουρίου) που την περιέβαλλε. Ήταν χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής της εποχής του, κτισμένο από τεχνίτες της πέτρας, τους περίφημους “πετράδες” και θεμελιωμένο, όπως και τα πρώτα σπίτια της πόλης, επάνω σε δρύινους πισσωμένους πασσάλους, έτσι ώστε να εδράζεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο η οικοδομή.
Όπως και άλλα, επώνυμα και μη, κτίρια της περιόδου αυτής, ξεχωρίζει για της σημαντικές διαστάσεις του, το ιδιαίτερο υλικό κατασκευής του (μικρές ακανόνιστες πέτρες με κόκκινες πλίνθους, στέρεα δεμένες μεταξύ τους και μεγάλους πώρινους λίθους στις γωνίες), αλλά και τα καμαρωτά θυρώματα στις εισόδους. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό του οικοδομήματος είναι ότι οι τέσσερις εξωτερικοί τοίχοι του, οι οποίοι φέρουν το κύριο βάρος της οικοδομής, έγινε προσπάθεια να γίνουν όσο το δυνατό πιο ελαφρείς, γι’ αυτό το λόγο το βάρος τους ελλατούται όσο ψηλώνει το κτίσμα.
Ακόμα και σήμερα δεν έχουμε πληροφορίες για τη χρήση του κτιρίου κατά την προεπαναστατική περίοδο, ούτε μας είναι γνωστό από πότε περιήλθε στην ιδιοκτησία της οικογένειας του ευκατάστατου εμπόρου Παναγιώτη Καζακόπουλου, στην οποία πάντως ανήκε το οίκημα μετά την απελευθέρωση της πόλης (30 Νοεμβρίου 1822).
Το καλοκαίρι του 1828, η υπ. Αριθμ. 227 “Εθνική Οικία“, κατά την γενική απογραφή του 1829, γνωρίζει μια απροσδόκητη μεταχείριση, η οποία και της προσέδωσε το μνημειακό χαρακτήρα που από τότε τη συνοδεύει: οι χώροι της (υπόγειο, ανώγειο και οι δυο όροφοι) επιτάσσονται από τον Ιωάννη Καποδίστρια προκειμένου να εγκατασταθεί η πρώτη Σχολή Ευελπίδων, η οποία μέχρι τότε στεγαζόταν – δοκιμαστικά για λίγους μήνες – σε έναν τουρκικό στρατώνα. Η Σχολή λειτούργησε στο κτίριο αυτό για έξι σχεδόν χρόνια, οπότε και μεταφέρθηκε (1834) στην Αίγινα, καθώς κρίθηκε πλέον οριστικά ακατάλληλη να ανταποκριθεί στις ανάγκες στρατωνισμού των Ευελπίδων. (Οι αυξημένες απαιτήσεις της Σχολής, που εξαρχής ανέκυψαν, καλύφθηκαν με πρόσθετα κτίρια που ονομάσθηκαν “Τόποι” ενώ για της ασκήσεις του Πεζικού και Πυροβολικού χρησιμοποιούνταν οι αντίστοιχοι χώροι του Στρατιωτικού Στρατού της Φρουράς).
Το κτίριο επανήλθε έτσι στους ιδιοκτήτες του και χρησιμοποιήθηκε για πολλές δεκαετίες ως ιδιωτική κατοικία (οι δυο όροφοι), αλλά και ως χώρος στέγασης καταστημάτων (το ισόγειο). Η κακή κατάσταση, στην οποία οδηγήθηκε σταδιακά, είχε ως συνέπεια να εγκαταλειφθεί από πολλές δεκαετίες, ενώ μερικά από τα δωμάτιά του μετετράπησαν σε αποθήκες.
Το 1964, λόγω του ιστορικού ενδιαφέροντός του, ξεκίνησαν οι διαδικασίες για να αποκτηθεί η κυριότητά του από το Δημόσιο, οι οποίες οδηγήθηκαν τελικά (1974) στην απαλλοτρίωσή του υπέρ του Ταμείου Εθνικής Άμυνας (ΤΕΘΑ) – από την κα Αικατερίνη Κωστούρου, κληρονόμου Καζακόπουλου – στην ιδιοκτησία του οποίου υπάγεται μέχρι σήμερα.
Ταυτόχρονα ανατέθηκε στο Κέντρο Εκπαίδευσης Μηχανικού (ΚΕΜΧ) η εκπόνηση των σχετικών μελετών που απαιτούνταν για την διάσωση και την ανάδειξη του οικήματος. Το 1978, και μετά την πλήρη εκκένωση του χώρου, άρχισαν από τα συνεργεία Αποκατάστασης και Προστασίας του ΚΕΧΜ, με τη συμβολή τοπικών φορέων οι εργασίες εξωτερικής αναπαλαίωσης και εσωτερικής ανάπλασης. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίσθηκαν κατά την εκτέλεσή τους, λόγω της ιστορικότητας και της παλαιότητας του χώρου, οι εργασίες ολοκληρώθηκαν με απόλυτη επιτυχία το 1981 και το οίκημα παραδόθηκε προς χρήση στο Στρατολογικό Γραφείο (ισόγειο) και στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας.Το τελευταίο, το 1988, αφού μετέτρεψε τους δυο ορόφους σε εκθεσιακούς χώρους και εξασφάλισε σύγχρονες μουσειακές προδιαγραφές ανάδειξης, προστασίας και συντήρησης των κειμηλίων που διαθέτει, καθώς και τους όρους για την σωστή και ασφαλή κυκλοφορία των επισκεπτών, το έθεσε σε λειτουργία ως Πολεμικό Μουσείο – Παράρτημα Ναυπλίου.
Το κτίριο της πρώτης Σχολής Ευελπίδων, το οποίο έχει κηρυχθεί Ιστορικό Διατηρητέο Μνημείο αποτελεί σήμερα καύχημα μόνο των στρατιωτικών υπηρεσιών που στεγάζονται σε αυτό, αλλά και ολόκληρης της πόλης του Ναυπλίου.