Μαστορική ή κοδάριστικη διάλεκτος
αγκίδα = κορίτσι
απαλούδια = σύκα
βαζούρια = αυτιά
γαζιέλι ή γκαζιέλι = γαϊδούρι
γκιμεύω = κοιμάμαι
γκουλιέμος = προϊστάμενος
κατσάλι = σκύλος
κούδαρος = Μάστορας
κούφιο = σπίτι
λαγούλι = αγόρι (παιδί)
μανεύω = τρώγω
ματσιόλου = γάτα
μιχάλης ή γκουμούτσι = κρέας
μπραβίζω = φτιάχνω, κατασκευάζω
ξεφλιάζω = μιλώ, μαρτυράω
ξυσέρνομαι ή ξυσέρομαι = έρχομαι, πηγαίνω
ράπου = δουλειά
ραπουτίζω = δουλεύω
σιαλούτα = δραχμή
σκρούμπος= καφές
στρογγύλια = αυγά
σφέλης = άνδρας
σφέλου = γυναίκα
τροχεύω, = πίνω, μεθώ
τροχός = κρασί
φουσκοκοίλια = φασόλια