Βρίσκεται στον κάμπο του Λεσινίου εκεί που στην αρχαιότητα ήταν η λίμνη Κυνία. Είναι ρυθμού βασιλικής και διαιρείται σε ιερό, κυρίως ναό και νάρθηκα. Το νησάκι Λεσίνι, που διάλεξε μόνη για κατοικία Της η Παναγία η «Λεσινιώτισσα», είναι τόσο όμορφο, τόσο επιβλητικό, τόσο μαγευτικό, ώστε, όταν πρωτοπατήσει κανείς εκεί το πόδι του, ιδίως την άνοιξη, που οργιάζει η βλάστηση και πνίγεται κυριολεκτικά μέσα στην πρασινάδα νοιώθει να αιχμαλωτίζεται από μια μυστηριώδη και ανεξήγητη μυστικοπάθεια, αισθάνεται να βυθίζεται μέσα σ’ ένα ηδονικό μεθύσι, μέσα σε μια γλυκεία νάρκωση, απ’ το άρωμα που σκορπίζει άφθονο η ανθισμένη δάφνη κι η αγράμπελη, κι απ’ τους ήχους μιας γλυκύτατης μελωδίας, που χιλιάδες αηδόνια και κάθε είδους καλλικέλαδα πουλιά σκορπίζουν με το κελάηδημά τους. Αισθάνεται σαν να ζει σ’ ένα όνειρο, σαν να μεταφέρεται σ’ έναν άλλο μακρινό, φανταστικό κόσμο, σε σημείο ώστε, περνώντας από την σκιά των πανύψηλων χιλιόχρονων δένδρων του, νοιώθει να διατρέχει μια ανατριχίλα το κορμί του, γιατί στο θρόισμα ενός φύλλου, στο πέταγμα ενός πουλιού ή στο διάβα κάποιου αγριμιού, νομίζει πως ακούει το περπάτημα κάποιου κλέφτη του εικοσιένα και περιμένει ν’ αντικρύσει από στιγμή σε στιγμή, ανάμεσα απ’ την πυκνή φυλλωσιά των θάμνων, την μπαρουτοκαπνισμένη φουστανέλα κάποιου αρματολού, ή το λερωμένο ράσο κάποιου Μοναχού, από κείνους που έζησαν και έδρασαν στον ιερό και ιστορικό αυτό τόπο.
Τον απόμερο, μα πεντάμορφο αυτό τόπο, που τότε την ομορφιά του την μεγάλωνε αμέτρητες φορές μια άγρια μεγαλοπρέπεια, γιατί τα νερά του τότε απέραντου βαλτότοπου σήμερα δε πλουτοπαραγωγικού κάμπου, «Λεσίνι» χύνονταν άφθονα γύρω του και τόκαναν δυσκολοπάτητο, διάλεξε εδώ και χρόνια η «Λεσινιώτσσα» για θρόνο και για κατοικία της, για ν’ απλώνει από κει την Θεία Της σκέπη και να χαρίζει την μητρική Της προστασία πάνω σ’ όλη την περιφέρεια, όχι μόνον από την μανία του Κατακτητή, αλλά κι απ’ όλες τις επιδημίες και κάθε είδους κινδύνους μέχρι σήμερα.
Εκείνη την φεγγαρόλουστη βραδιά της 22 προς της 23 Αυγούστου του 1553, είχαν γύρει για να πλαγιάσουν κάτω απ’ τους κλώνους μιας πανύψηλης αγριελιάς, που φύτρωνε στο μέρος που βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι και νόμιζε κανείς πως η κορυφή της, έφτανε στα σύννεφα, μερικοί κάτοικοι του χωριού μας που κυνηγημένοι απ’ τον Τούρκο αξιωματικό Διοικητή της περιφέρειας, που είχε την έδρα του στο γειτονικό μας Χωριό Γουριά, γιατί δεν μπόρεσαν να πληρώσουν το χαράτσι, είχαν στήσει εκεί το λημέρι τους. Δεν είχαν προφθάσει να κλείσουν καλά – καλά τα μάτια τους, όταν ξαφνικά αντίκρισαν μακριά στον ορίζοντα ένα παράξενο φωτεινό σύννεφο, που όλο κοντοζύγωνε προς το νησάκι μεγαλώνοντας.
Σαν έφθασε δε πάνω απ’ το νησάκι τι να ειδούν !!! Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Στη μέση από το φωτεινό σύννεφο, βλέπουν την οπτασία της Θεομήτορος, που κρατούσε στην αγκαλιά Της το Θείο Βρέφος. Την έκπληξη τους διαδέχτηκε δέος και κατάνυξη, σαν είδαν το σύννεφο μαζί με την οπτασία να φθάνει και να στέκεται πάνω στην ψηλή κορυφή της αγριελιάς τους. Θαμπωμένοι και συνεπαρμένοι απ’ το θέαμα, γονάτισαν κι όλη τη νύχτα ξαγρύπνησαν σταυροκοπούμενοι και προσευχόμενοι. Και σαν έφεξε η μέρα, ανέβηκαν στην κορφή της αγριελιάς, όπου σε τούφα από κλώνους και φύλλα βρήκαν την Εικόνα της Παναγίας.
Αμέσως ειδοποίησαν τους άλλους χωριανούς, που σύσσωμοι έφτασαν στο νησάκι, πήραν την Εικόνα, την μετέφεραν στο χωριό και την απόθεσαν στην Εκκλησιά «Εσόδια της Θεοτόκου» που τότε ήταν μετόχι του Παναγίου Τάφου και σώζεται μέχρι σήμερα. Μετά δυο-τρεις μέρες όμως, η Εικόνα δεν ήταν στην Εκκλησιά και βρέθηκε πάλι κατά τον ίδιο τρόπο στην αγριελιά Της. Αυτό επαναλήφθηκε δυο-τρεις φορές και τότε κατάλαβαν όλοι ότι η Παναγία είχε διαλέξει το νησάκι για κατοικία Της, κι έχτισαν εκεί στην αρχή ένα λιθόκτιστο εικονοστάσι, όπου τοποθέτησαν την Εικόνα με το ακοίμητο καντήλι Της, ύστερα δε δυο χρόνια, στα 1595 στις 11 Οκτωβρίου, έχτισαν στη θέση της αγριελιάς την πρώτη εκκλησούλα, ο ανατολικός και νότιος τοίχος της σώζεται μέχρι σήμερα, γιατί οι άλλοι ανακαινίστηκαν και επεκτάθηκαν αργότερα.
Από τότε αρχίζει την ιστορία του το Μοναστήρι της Παναγιάς της «Λεσινιώτισσας» που γρήγορα εξελίχθηκε δε διατηρούμενη και πλουσιότατη Μονή, με πάνω από πενήντα μοναχούς, με Ηγούμενο και υποτακτικούς και με περιουσία του όλα τα ελαιοστάσια που ήταν πάνω στο νησάκι και στους λόφους «Πλατός» και «Συρνί», με ιδιόκτητο ελαιοτριβείο, που σώζονταν ακόμα τα ερείπια του και μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις απ’ τον κάμπο του χωριού μας καθώς και μεγάλα κοπάδια από γελάδια και βουβάλια.
Αργότερα σαν φούντωσε σ’ όλη την Ελλάδα το Κλέφτικο, το νησάκι μετατράπηκε σε φρούριο με το Κάστρο του, πάνω στην ανατολική κορφή του, που σώζονται τα ερείπια του, με τα κανόνια του, ένα απ’ τα οποία βρέθηκε εδώ και τριάντα περίπου χρόνια κάτω από τα ερείπια του Κάστρου, μεταφέρθηκε και στήθηκε στην είσοδο του Μοναστηριού και με το Καραούλι του, ένα ψηλό και απόκρημνο βράχο στη Δυτική κορφή του, που δεσπόζει και ελέγχει όλη την γύρω περιοχή. Την οχύρωση του συμπλήρωναν τα άφθονα νερά που πλημμύριζαν όλη την γύρω έκταση του βάλτου, γιατί οι Λεσινιώτες είχαν κλείσει όλα τα προς το Ιόνιο σημεία εκβολής (μπούκες) των πολλών και μεγάλων αυλακιών που διέσχιζαν την έκταση. Χάρις δε στην ανδρεία της Φρουράς του, στην οχύρωση του και στην προστασία της Παναγίας, το νησάκι έγινε απόρθητο και δεν κατόρθωσε να το πατήσει το βρωμερό ποδάρι του Τούρκου κατακτητή.
Κατά τα προεπαναστατικά χρόνια, καθώς και σ’ όλο το διάστημα της Επανάστασης, το νησάκι χρησίμεψε σαν καταφύγιο των κυνηγημένων από τους Τούρκους Ραγιάδων, σαν αναρρωτήριο και Νοσοκομείο, όπου εύρισκαν περίθαλψη και προστασία οι ασθενείς και τραυματίες αγωνιστές, αλλά και σαν ένα είδος Κέντρου εφοδιασμού, όχι μόνο της φρουράς Λεσινίου, αλλά και όλων των σε όλη την περιφέρεια μαχόμενων κατά του κατακτητή κλεφτών, γιατί κάθε είδους τρόφιμα, υγειονομικό υλικό και πολεμοφόδια μεταφέρονταν με πλοιάρια απ’ τα Αγγλοκρατούμενα νησιά του Ιονίου, σε μικρή απόσταση απ’ το νησάκι κι από κει παραλαμβάνονταν από τους Λεσινιώτες και μεταφέρονταν με το από σαράντα καμήλες καραβάνι του Μοναστηριού, αλλά στο Μοναστήρι και άλλα στα Κλέφτικα τμήματα που δρούσαν στην περιφέρεια, από μονοπάτια (σύρματα) που μόνο οι Λεσινιώτες ήξεραν.
Μόλις άρχισε η επανάσταση του εικοσιένα και οι άγριοι διωγμοί των ραγιάδων, όλοι οι κάτοικοι της περιφερείας μαζί με τις οικογένειες τους, κατέφυγαν στο νησάκι της «Λεσινιώτισσας» όπου και παρέμειναν μέχρι την απελευθέρωση, για να γλυτώσουν από τη βέβαιη εξόντωση. Όπως δε είχαν κατασκηνώσει χωριστά οι κάτοικοι του κάθε Χωριού, οι τοποθεσίες που κατασκήνωσαν, πήραν την τοπωνυμία τους, που ακούεται μέχρι σήμερα, όπως «Λεπενιώτικα, Ζαβιτσιάνικα, Αητινά» κλπ.
Η ηρωική Φρουρά του Λεσινιού, με τους Φρουράρχους τον Ιερομόναχο Ιωαννίκιο και Αναγνώστη Καρπούζη, δεν περιορίζονταν μόνον σε άμυνα, όταν πολιορκήθηκε και χτυπήθηκε πολλές φορές απ’ τους Τούρκους το νησάκι. Αλλά έβγαινε και στην γύρω περιοχή, έστενε ενέδρες και χτυπούσε αποτελεσματικά τα Τούρκικα τμήματα, που περνούσαν απ’ την Ακαρνανία προς το Μεσολόγγι ή αντίθετα. Μια από τις ενέδρες αυτές στήθηκε απ’ τους Λεσινιώτες, σε μια τοποθεσία Βορειοδυτικά του σημερινού χωριού Πεντάλοφο και σε απόσταση μιας ώρας περίπου απ’ αυτό, απ’ όπου περνά ο δρόμος Αστακού, ο οποίος δεσπόζετε από τους γύρω απόκρημνους βράχους. Στους βράχους αυτούς είχαν οχυρωθεί καλά οι Λεσινιώτες, στήνοντας το καρτέρι τους, και περίμεναν τα Τούρκικα ασκέρια που κατέβαιναν για το Μεσολόγγι. Και σαν φάνηκαν να κατηφορίζουν ανύποπτα, τους επιτέθηκαν πρώτα με τα καρυοφύλλια τους και αφού τους έφεραν σύγχυση και πανικό, τους ρίχτηκαν με τα γιαταγάνια τους και τους τσάκισαν, τους αποδεκάτισαν και τους ανάγκασαν να γυρίσουν από κει που έρχονταν, αφήνοντας στον τόπο της μάχης πολλούς νεκρούς, άφθονο πολεμικό υλικό και τρόφιμα, ακόμα και δυο κανόνια, τα οποία οι Λεσινιώτες μετέφεραν στο νησάκι τους. Από τότε η τοποθεσία αυτή πήρε την τοπωνυμία «Καρτέρια» που ακούεται μέχρι σήμερα.
Άλλη μια τέτοια ενέδρα στήθηκε από τους Λεσινιώτες στα υψώματα «Ραχούλια» κοντά στο ίδιο χωριό Πεντάλοφο, απέναντι ακριβώς απ’ το ύψωμα «Καστέλι» που είναι στην Ανατολική όχθη του Αχελώου, κοντά στο χωριό Γουριά. Από κει έρχονταν ένα τμήμα Τούρκικου στρατού, κυνηγημένο απ’ την ηρωική Φρουρά του Μεσολογγίου, κατά την νικηφόρο εξόρμηση της, που σήμανε το τέλος της πρώτης πολιορκίας. Οι Τούρκοι σαν έφτασαν στο «Καστέλι», ρίχτηκαν για να περάσουν τον Αχελώο και να σωθούν. Δεν πρόφτασαν όμως να πατήσουν το πόδι τους στην απέναντι Ακαρνανική όχθη, γιατί οι Λεσινιώτες τους επιτέθηκαν με ορμή, κι έτσι στη μέση από Λεσινιώτες και Μεσολογγίτες, σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν στα νερά του Αχελώου μέχρι τον τελευταίο.
Πολλές φορές οι Τούρκοι βάλθηκαν να πατήσουν το Μοναστήρι της «Λεσινιώτισσας» να διαλύσουν τη Φρουρά του και να ησυχάσουν απ’ αυτό, κι όλες αυτές τις φορές το νησάκι πέρασε κρίσιμες στιγμές και κινδύνεψε να πέσει στα χέρια του Κατακτητή, μα στο τέλος γλύτωνε πάντα.
Το 1823 με εντολή του αρχιστράτηγου Καραϊσκάκη τοποθετήθηκε φρούραρχος της Μονής ο επιστήθιος φίλος του και άξιος στρατιωτικός ο Δήμος Τσέλιος (Δημοτσέλιος) ή Γερο-Δήμος (το προγονικό του όνομα ήταν Δήμος Φερεντίνος), ο οποίος είχε διακριθεί στη μάχη στα Πέτα μαζί με τον Μάκρη. Την ίδια χρονιά (1823) κατεβαίνει στην Αιτωλοακαρνανία ο Μουσταής Πασάς της Σκόντρας. Οι Τούρκου την ζώνουν από παντού ο Ομέρ Βρυώνης από το Μακρυνόρος, ο πάσας Γιουσούρ από τον Αμβρακικό και ο ναύαρχος Τοπάλ παραπλέει τις Ακαρνανικές ακτές. Πολλές οικογένειες Ελλήνων βρίσκουν τότε καταφύγιο στη Μονή. Περίπου 900 οικογένειες των γύρω περιοχών βρήκαν άσυλο στο νησάκι που οχύρωσε ο Στρατηγός Δημοτσέλιος.
Η πιο άγρια και σκληρή επίθεση που δέχτηκε, ήταν εκείνη που έγινε ύστερα από την ηρωική έξοδο της Φρουράς του Μεσολογγίου και την κατάληψη της πόλης απ’ τους Τούρκους το 1827. Πολλοί απ’ τους ελεύθερους πολιορκημένους που γλύτωσαν, έτρεξαν να βρουν άσυλο στο νησάκι της «Λεσινιώτισσας». Μα ένα μεγάλο τμήμα Τούρκων τους ακολούθησε, με τη ρητή εντολή να καταλάβει με κάθε θυσία το νησάκι. Ήρθε λοιπόν και εγκαταστάθηκε στα Ανατολικά του Λεσινιού υψώματα «Πλάτος» και «Συρνί» που χωρίζονται απ’ αυτό από μια μεγάλη λουρίδα βάλτου, πλάτους 1.500 περίπου μέτρων. Στη μέση απ’ το λόφο «Συρνί» μάλιστα, κάτω από μια μεγάλη ελιά, που βρίσκεται μέχρι σήμερα, με το όνομα «Παλιολιά» έστησε ο Τούρκος Διοικητής την σκηνή του, κι από κει διηύθυνε τις επιχειρήσεις του στρατού του.
Οργάνωσαν καλά οι Τούρκοι τη βάση τους, ετοιμάστηκαν καλά, έφεραν πλοιάρια, για να περάσουν μ’ αυτά τον πλημμυρισμένο βαλτότοπο, ακόμα και τμήμα ιππικού έφεραν, νομίζοντας ότι αυτό ευκολότερα θα περνούσε το βάλτο. Και σαν ετοιμάστηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν, μια ήσυχη βραδιά που τίποτε δε πρόδινε το μεγάλο κακό που έμελλε να γίνει, έκαμαν την επίθεση τους. Χτύπησαν πρώτα το νησάκι με αμέτρητες κανονιές, κι ύστερα άναψε το λιανοτούφεκο και τα πρώτα τμήματα των Τούρκων, άρχισαν να πέφτουν, στο βάλτο για να περάσουν στο νησάκι. Μα οι Λεσινιώτες δεν είχαν κοιμηθεί, αλλά τους περίμεναν και τα βόλια που ξερνούσαν συνέχεια τα δοξασμένα καριοφύλλια τους θέριζαν τ’ αλλεπάλληλα κύματα των Τούρκων που έρχονταν κατά πάνω τους. Όλη τη νύχτα κράτησε η άγρια μάχη, κι όλη τη νύχτα τα παλληκάρια του Λεσινιού δεν το κούνησαν απ’ τις θέσεις τους. Οι γυναίκες τους, μ’ επικεφαλής τον Ηγούμενο, τους έφεραν βόλια και μπαρούτι, απ’ τις αποθήκες του Μοναστηριού, κι αυτοί έριχναν αδιάκοπα και θέριζαν τους άπιστους, που απειλούσαν το νησάκι τους,
Μα οι Τούρκοι ήταν πολλοί, ήταν αμέτρητοι και δεν σώνονταν, ενώ τα δικά τους βόλια ήταν λίγα, ήταν μετρημένα και σώθηκαν. Ήταν τότε η πιο κρίσιμη στιγμή που πέρασε το νησάκι, κι όλοι κατάλαβαν πως έφτασε το τέλος τους γιατί οι Τούρκοι ανενόχλητοι πια, όλο και πλησίαζαν στο νησάκι. Δεν έμεναν στους Λεσινιώτες παρά μόνον τα καλοακονισμένα γιαταγάνια τους, κι αυτά θα τα χρησιμοποιούσαν, χτυπώντας τους Τούρκους, ώσπου να πέσουν κι αυτοί μέχρι τον τελευταίο, σαν τους τριακόσιους του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Ο Ηγούμενος μάζεψε όλα τα γυναικόπαιδα και τους γέρους στο Μοναστήρι μέσα, όπου θα έκανε την τελευταία λειτουργία του, γιατί είχε πάρει την απόφαση, την ώρα που οι Τούρκοι θα έφταναν έξω από το μοναστήρι του, να μιμηθεί τον Σαμουήλ και τον Καψάλη, τινάζοντας το στον αέρα σαν άλλο Κιούγκι, μαζί με τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να μη πέσουν στα χέρια των απίστων, με μια κουμπουριά που θά’ριχνε στα βαρέλια με το μπαρούτι, που είχε τοποθετήσει κάτω απ’ την Αγία Τράπεζα. Και σαν άρχισε η λειτουργία όλοι μαζί γονάτισαν κι ενώ τα δάκρυα τους έβρεχαν τις πλάκες τ’ αγαπημένου τους Μοναστηριού, που θα χωρίζονταν για πάντα, οι ψυχές τους παρακαλούσαν με πίστη την Παναγία, να κάμει γι’ άλλη μια φορά το θαύμα Της. Κι αλήθεια, η «Λεσινιώτισσα» τους άκουσε κι έκαμε το μεγαλύτερο θαύμα Της. Είχε πια αρχίσει να γλυκοχαράζει, κι ενώ ο ουρανός ήταν καταξάστερος, ξαφνικά σκεπάστηκε από κατάμαυρα και σκοτεινά σύννεφα. Αστροπελέκια άρχισαν να σχίζουν τον ορίζοντα κι οι συνεχείς βροντές συγκλόνιζαν συθέμελα το νησάκι. Κι ύστερα ξέσπασε μια άγρια και πρωτοφανής καταιγίδα. Νόμιζε κανείς πως έφτασε το τέλος του Κόσμου, νόμιζε πως βρισκόταν στην Κόλαση. Και ξάφνου φάνηκε πάλι το φωτεινό σύννεφο, με την οπτασία της Παναγίας, που κρατούσε αυτή τη φορά στα χέρια της ένα τεράστιο καλάμι και σαν έφτασε πάνω απ’ τον τόπο της συμπλοκής, άρχισε να χτυπάει με το καλάμι της τους άπιστους που είχαν πια φθάσει στα πρόθυρα απ’ το νησάκι Της. Το χτύπημα αυτό κράτησε μέχρι την ώρα που έφεξε καλά η μέρα, οπότε σταμάτησε και η καταιγίδα και χάθηκαν τα σύννεφα. Και σαν έπεσαν οι πρώτες του ήλιου αχτίδες οι Λεσινιώτες αντίκρισαν κατάπληκτοι αμέτρητα κουφάρια Τούρκικα, ανακατεμένα με τα κουφάρια των αλόγων του ιππικού τους, που είχαν σκεπάσει το μεταξύ του νησιού τους και του λόφου «Πλατός» βαλτότοπο, ενώ όσοι απ’ αυτούς γλύτωσαν, έφευγαν πανικόβλητοι. Κατάλαβαν τότε ότι η «Λεσινιώτισσα» είχε κάμει το πιο μεγάλο θάμμα Της, κι έτρεξαν στο Μοναστήρι με χαρά, πήραν την εικόνα της Παναγίας, με επικεφαλής τον Ηγούμενο Ιωαννίκιο, την έφεραν στην αυλή του Μοναστηριού, γιατί η Εκκλησούλα ήταν μικρή και δεν τους χωρούσε όλους, κι εκεί κάτω απ’ τους κλώνους μιας λεμονιάς, γονάτισαν και παρακολούθησαν με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης την ακολουθία του ακάθιστου ύμνου, που έψαλε ο Ηγούμενος και στο τέλος αφού ψάλθηκε ο Μικρός παρακλητικός Κανών της Θεοτόκου, όλοι ασπάστηκαν με ευλάβεια την Εικόνα Της ευχαριστώντας Την για το Γλυτωμό τους.
Από κει έμεινε μέχρι σήμερα το έθιμο, στις 23 Αυγούστου που πανηγυρίζει το Μοναστήρι και προσέρχονται πάρα πολλοί πιστοί απ’ όλα τα γύρω χωριά για να προσκυνήσουν την «Λεσινιώτισσα» και ν’ αποτίσουν φόρο ευγνωμοσύνης προς την μνήμη των ηρώων του, σαν τελειώσει η θεία λειτουργία μεταφέρεται, όπως και τότε, η Εικόνα της Παναγίας στην αυλή, όπου κάτω απ’ τον ίσκιο της αιωνόβιας λεμονιάς, ψάλλεται ο μικρός παρακλητικός Κανών της Θεοτόκου, τον οποίον όλοι παρακολουθούν με κατάνυξη. Λένε ότι εκείνο που δεν πέτυχαν οι Τούρκοι με τη δύναμη τους προσπάθησαν κάποτε να το πετύχουν με δόλο και με προδοσία. Έτσι έστειλαν μια μέρα έναν νεαρό Τούρκο, Ελληνομαθέστατο, που παρουσιάστηκε εκεί σαν Έλληνας, από μακρινό μέρος και ζήτησε άσυλο και προστασία την οποία και βρήκε αμέριστη.
Ο Τούρκος έμεινε πολλές μέρες στο νησάκι κι έμαθε όλα τα μυστικά της Φρουράς του, γιατί οι Λεσινιώτες νομίζοντας τον για Έλληνα, δεν του έκρυψαν τίποτα. Μα μια ανεξήγητη δύναμη δεν τον άφηνε να φύγει και μια φωνή του έλεγε μέσα του, ότι αυτό που ήρθε να κάμει δεν ήταν σωστό. Ήταν η δύναμη της Παναγίας, που τον είχε σκλαβώσει και τον έκαμε να σκέφτεται στα σοβαρά ν’ αλλαξοπιστήσει και να μείνει για πάντα στο νησάκι Της. Μια μέρα οι Λεσινιώτες έπαιζαν το «κλωτσοσκούφι», παιχνίδι στο οποίο ο Τούρκος πάντοτε αρνιόταν να συμμετάσχει, καίτοι σ’ όλα τ’ άλλα παιχνίδια ήταν πάντοτε πρώτος. Και τότε ένας Λεσινιώτης, του αρπάζει ξαφνικά την σκούφια και την πετά στον αέρα, για να τον αναγκάσει να μπει στο παιχνίδι. Κι αμέσως απ’ τη σκούφια του ξεχύθηκαν στον αέρα φλουριά ολόχρυσα κι άλλα χρυσά Τούρκικα νομίσματα. Τότε κατάλαβαν όλοι, όχι μόνον το λόγο που δεν ήθελε να παίξει το «κλωτσοσκούφι» αλλά και ότι ήταν ύποπτος, τον έπιασαν και τον οδήγησαν μπροστά στον Φρούραρχο, στον οποίο φανέρωσε ότι ήταν Τούρκος κατάσκοπος. Φανέρωσε ακόμα το σκοπό της αποστολής του και ότι τα χρυσά νομίσματα που είχε κρυμμένα μέσα στην σκούφια του, του τα είχαν δώσει για να πληρώσει κανένα Έλληνα προδότη να τον βοηθήσει στον σκοπό του. Εδήλωσε όμως, ότι είναι μετανοημένος κι είχε πάρει την απόφαση να γίνει Χριστιανός και να μη ξαναγυρίσει στους Τούρκους, αλλά να μείνει για πάντα μαζί τους, όπως και έγινε.
Ο Τούρκος αυτός που έμεινε από τότε με το παρατσούκλι «Αράπης» γιατί ήταν μελαμψός και γεροδεμένος, έγινε, ο καλύτερος πολεμιστής του Λεσινίου. Τότε οι Λεσινιώτες έκαναν προσπάθεια να διανοίξουν ένα αυλάκι μήκους 500 περίπου μέτρων. Βορειοανατολικά της Μονής «Φανερωμένης» και του υψώματος «Καλιχίτσα» για να οδηγήσουν τα νερά που λίμναζαν στο βόρειο τμήμα του Βάλτου, κατά την λίμνη «Μαρκούτσα», προς το νησάκι τους για μεγαλύτερη ασφάλεια του. Την επίβλεψη της εργασίας αυτής ανάθεσαν στον «Αράπη» και αυτός που ήταν πολύ γερός και δουλευτής έπαιρνε κάθε πρωί 40 Λεσινιώτες άνδρες και γυναίκες, κι άρχιζε την εργασία, η οποία κάποτε τελείωσε και τότε το αυλάκι που ανοίχτηκε πήρε το όνομα «Αράπης» που το διατηρεί μέχρι σήμερα, από το παρατσούκλι του «Αράπη».
Σ’ όλο το διάστημα μέχρι την απελευθέρωση, το νησάκι διοικούνταν από Δημογεροντία με τον τίτλο «Δημογεροντία – Ξηρομέρου» πράγμα που μαρτυρείται και από ιδιωτικό πληρεξούσιο που βρίσκεται στα Γραφείο της Κοινότητος μας, με ημερομηνία 21-10-1828, το γνήσιο των υπογραφών του οποίου, επικυρώνεται από τη Δημογεροντία, με υπογραφές τριών Δημογερόντων και του Γραμματέως των, και με σφραγίδα ωοειδή, που έχει στη μέση αετό με ανοιγμένες τις φτερούγες, που πετά απ’ το ράμφος του φλόγα, με σταυρό πάνω απ’ το κεφάλι του, και γύρω τις λέξεις «Δημογεροντία – Ξηρομέρου». Στο Γραφείο επίσης της Κοινότητος μας υπάρχουν πολλά έγγραφα, που αφορούν ιδιωτικές σχέσεις και συναλλαγές, εκείνων που έζησαν στο Λεσίνι, όπως προικοσύμφωνα, αγοραπωλητήρια, πληρεξούσια, επιλύσεις διαφορών κλπ. πολλά απ’ τα οποία προσυπογράφονται κι απ’ τον Ιερομόναχο Δανιήλ (1820) ή από τον μετέπειτα Ιερομόναχο Ιωαννίκιο (1822). Στο διάστημα της ιστορίας του το Μοναστήρι πλουτίστηκε με σπάνιες Βυζαντινής τέχνης εικόνες, πολλές που σώζονται μέχρι σήμερα, απ’ τις οποίες οι πιο πολυτιμότερες είναι τα «Δωδεκάορτα», μικρές εικόνες στην κορυφή του τέμπλου, με χρυσά και αργυρά κονδύλια και με λείψανα Αγίων, τοποθετημένα μέσα σε ολάργυρες θήκες.
Η Μονή Λεσινίου, διατηρήθηκε σε ακμή μέχρι την απελευθέρωση, μα ύστερα ο ισχυρός τότε Γρίβας, απ’ το Μοναστηράκι Ξηρομέρου, διέταξε την διάλυση της, εχαρακτήρισε αυτήν ως Μονήδριο της Μονής Ρόμβης της ιδαίτερης Πατρίδας του, όπου μεταφέρθηκαν τα αρχαία του και πολλά από τα κειμήλια του και Εθνικοποίησε την περιουσία του.
Πήραν τότε ακόμα και τα Άγια λείψανα του Μοναστηριού και τέσσερα αργυρά κανδήλια. Στο Αρχείο της Κοινότητος μας υπάρχει η παρακάτω σχετική απόδειξη παραλαβής (Πιστή αντιγραφή). «Παραδώθησαν εις την Διοίκησιν Αιτωλίας παρά του Δημητρίου Μοσχοβίτη, δύο κιβώτια με άγια λείψανα Αργυρομένα, ως και 4 τέσσαρα κονδύλια αργυρά, ζυγίσαντα τα τελευταία ταύτα, Δράμια τριακόσια ογδόντα αριθ.380 ανήκοντα όλα ομού εις την διαλελυμένην Μονήν Λεσίνη της Επαρχίας Ακαρνανίας.
Εν Μεσολογγίω τη 2 Ιουλίου 1838 εν ελλείψει Διοικητού
Ο Γραμματεύς
Ν. Κούστης
Ο παραδώσας τα ανωτέρω είδη
Δημήτριος Μοσκοβίτης
Αντίγραφον απαράλλακτον το πρωτοτυπώ σταλθέντι εις την Β’ Διοίκησιν Ακαρνανίας. Εν Κατοχή τη 10 Ιουλίου 1838 Ο Δήμαρχος Οινιάδος (Τ.Σ.) Φώτης Καπώνης».
Λένε ότι τότε πήραν ακόμα και τα κανόνια του και μάλιστα ότι ενώ προσπαθούσαν να φορτώσουν το πιο μεγάλο κανόνι σ’ ένα πλοιάριο για να το μεταφέρουν, το πλοιάριο από το βάρος ανατράπηκε και το κανόνι βυθίστηκε μέσα στο βαθύ αυλάκι. Από τότε το Μοναστήρι της «Λεσινιώτισσας» έφθασε σε παρακμή. Το ελαιοτριβείο του και όλα σχεδόν τα κελλιά του γκρεμίστηκαν σε ερείπια και δεν έμειναν παρά μόνον η Εκκλησούλα και ένα μικρό κελλί η «Κούλια».
Κατά το 1924-25, ο αοίδημος Μητροπολίτης Αιτωλ/νίας Κωνσταντίνος, κατόπιν εισηγήσεως του Ιεροκήρυκος κ. Σοφρωνίου, ο οποίος επεσκέφθηκε πολλές φορές το Μοναστήρι, διόρισε τριμελή Επιτροπή από δραστήρια πρόσωπα από το χωριό μας, με την ρητή εντολή, να ανοικοδομήσουν με κάθε τρόπο το Μοναστήρι. Κι αυτοί φάνηκαν αντάξιοι της αποστολής των. Και με εράνους στους οποίους προσέφεραν με προθυμία, όχι μόνον οι κάτοικοι της Παλιοκατούνας, αλλά και των άλλων γειτονικών χωριών, ιδίως της Κατοχής και Πενταλόφου, άρχισαν με γοργό ρυθμό το έργο της ανοικοδόμησης. Ο πρώτος έρανος εγκαινιάστηκε με εισφορά του αοιδήμου Μητροπολίτου Κωνσταντίνου και του Ιεροκήρυκος κ. Σοφρωνίου, οι οποίοι εισέφεραν πρώτοι από ένα δεκαπενθήμερον του μισθού των.
Η σημερινή επιτροπεία του Μοναστηριού που διορίστηκε το 1946, με την συνεχή ενίσχυση όλων των χωριών, επιτελεί εκεί, με αξιοθαύμαστο ζήλο και αφοσίωση, ένα δημιουργικό και άξιο κάθε επαίνου έργο. Κι έτσι στη θέση των χθεσινών ερειπίων ανοικοδομήθηκαν ωραιότατα και καλοπεριποιημένα κελιά, στα οποία ο προσκυνητής μπορεί να μείνει άνετα κάθε εποχή, όλες τις ημέρες του προσκυνήματος του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Μοναστήρι της «Λεσινιώτισσας» περιβάλλεται από αμέτρητη αγάπη και λατρεία των κατοίκων όλης της περιφέρειας, γιατί σε όλες τις δύσκολες στιγμές τους, βρίσκουν εκεί προστασία και παρηγοριά. Όσες δε φορές η περιφέρεια κινδύνεψε από αρρώστιες, επιδημίες, ανομβρίες και κάθε είδους κινδύνους, όλων η σκέψη στρέφεται με πίστη στη «Λεσινιώτισσα», στο ερημητήρι της οποίας συναθροίζονται και την παρακαλούν να δώσει να σταματήσει το κακό. Κι αλήθεια πάντα ακούει τις παρακλήσεις μας.