Όλα τα παλιά κι όµορφα του νησιού µας χριστουγεννοπρωτοχρονιάτικα έθιµα, που ζέσταναν τις παιδικές µας ψυχές τούτες τις άγιες µέρες, πάνε πιά, χάνονται και σβήνουν σιγά-σιγά με “του χρόνου τα γυρίσµατα” και με τ’ ανθρώπου τις καινούριες συνήθειες. Κάπου και που θ’ ακούσεις τώρα κάλλαντα παλιά με το ντουµπάκι και τη τζαµπούνα και με το συνηθισµένο πρώτο τραγούδι των καλλαντιστάδων:
Αν είναι με το θέληµα,
τα κάλαντα να πούµε,
να παίζει η τζαµπούνα µας
κι εµείς να τρα(γ)ουδούµε…
Κάπου και που θα στηθεί στσι πυροµάχοι τση παραστιάς ο µεγάλος µπακιρένιος τέντζερης με τα “κουκουλοµαεργιά” για καλό του χρόνου και για να «µην πιάσει ψείρα το “(γ)έννηµα” γιατί τώρα πλια ούτε (γ)εννήµατα κάνουσι στα χωριά, ούτε τα παιδιά παρακαλούσι στις λιτανείες το Θεό:
Βρέξε Θεέ µου, δυνατά,
να κάµωµε (γ)εννήµατα.
Το ψωµί πλια είναι αγοραστό “χάσικο”, που το βγάνουσι κάθε µέρα “βλασερό” (φρέσκο) οι γερµανικοί φούρνοι και οι χωριανοί δεν έχουσι πια ανάγκη από το Θεό να βρέξει «(γ)ια να κάµουσι (γ)εννήµατα».
‘Ετσι, µαζί µ’ όλα, «εφύασι κι οι Καλλικάντζαροι» -ψεύτικοι κι αληθινοί- και δεν κατεβαίνουν πια «απού τσ’ ανεφανοί και τσι καµινάδες» να τροµάζουν τα παιδιά και τις γριές, να «ξηλώνουσι τσι κάρτσες και να µααρίζουσι το νερό και τ’ αλεύρι οι σκατοένηδες», µήτε να φέρνουν «µες στσι ντουράδες, στσι παλιόκαρτσες και στα καλάθια ντώνε πεσκέσα για τσ’ αθρώποι του σπιθιού, σαν που τα ζάρασιν (συνήθιζαν) αλλότες». Γιατί “αλλότες” αλήθεια ήταν δυο λογιών οι Αξιώτικοι Καλλικάντζαροι. Οι ψεύτικοι και οι αληθινοί. Τους ψεύτικους τους φτιάχνανε οι ανθρώποι: «Ήτονε σαν κουτσούνες (κούκλες), που τσ’ εκάνασι με παλιοκούρελα, με κάρτσες, με ότ’ ελάχαινε. Των εβάνασι µάθια, αυτιά, µύτες, µουστάκια, στόµα, (γ)ένια, χέρια και ποδάρια και τώνε κρεµνούσαν κα(ν)ένα ντουρά, καένα καλάθι κι εβάνασι µέσα κυδώνια, πορτοκαλοµαντάρινα, ότ’ ελάχαινε και πααίνασι και τσ’ εκρεµνούσα τη νύχτα τση παραµονής τω Χριστουέννω µ’ ένα σκοινί απού τσ’ ανεφανοί τω σπιθιώ».
Μα τα δώρα αυτά που κατέβαζαν από τους ανεφανούς οι ψεύτικοι Καλλικάντζαροι δεν ήταν πάντα τα ίδια για όλα τα σπίτια. Οι “αµουρούζοι” (ερωτευµένοι η αρραβωνιασµένοι), να πούµε, που θέλανε να εύχαριστήσουν την “αµουρούζα” τους, της κατέβαζαν από τον ανεφανό φρούτα, γλυκά κι άλλα καλά “πεσκέσια αµουρουζίστικα”. Αν όµως ένα κοπέλι ήθελε να πειράξει ένα κοπελούδι, αν ήθελε να το εκδικηθεί για την αποστροφή του έρωτά του, να το τροµάξει ή να του κάµει αστείο, µπορούσε µες στον ντουρά ή στο καλάθι, που θα σήκωνε ο Καλλικάντζαρος, να βρίσκεται καµιά γάτα, κανένας ποντικός, κανένας σκαντζόχοιρος ή να κρατάει καµιά κάλτσα γεµάτη σταχτή και να περιχύσει το τηγάνι ή το τσικάλι µόλις ήθελε ξεσκεπαστεί. Το ίδιο γινόταν και στ’ άλλα σπίτια. Σ’ άλλα κατέβαιναν από τους ανεφανούς των ψευτο-Καλλικάντζαροι με όµορφα “πεσκέσια” και σ’ άλλα -για να τροµάξουν τους ανθρώπους, για να κάµουν αστείο ή να εκδικηθούν- με κάλτσες γεµάτες στάχτη ή και µ’ άλλες βρωµιές.
Μ’ αν τρόµαζαν λίγο πολύ τούτοι οι ψευτο-Καλλικάντζαροι τους ανθρώπους, εκείνοι που πραγµατικά ήταν φόβος τρόµος ήταν οι αληθινοί. Και πώς γεννήθηκαν τούτοι οι Καλλικάντζαροι στη φαντασία του ελληνικού και του ναξιώτικου λαού, µας το λένε χίλιες-δυο παραδόσεις. Η λαλά µου η Τρευλογιαννού -ο Θεός συχωρές την- που ούτε γράµµατα γνώριζε κι έγινε εκατόν δυο χρονών γριά ώσπου να την πάµε στο Χαλί (νεκροταφείο) του Χωριού, µούλεγε: «Όσα παιδιά, παιδί µου, εννιούνται τα Χριστούεννα ίνουνται όλα Καλλικάντζαροι, ‘ιατί εκείνη τη βραδυνιά εεννήθηκεν ο Έφέντης του Κόσµου -ο Χριστός, µεγάλη η χάρη ντου!- και δε θέλει να βρεθεί καένα στόµα και να πει, τάχας µου, πως δεν είναι µονοενής. Και ‘ια κείνο, µόλις εενήθηκεν ο Χριστός, είπε: «Ποιο µιαρό στην ώρα µου;». Και ‘ια κείνο όσα µωρά εννιούνται τα Χριστούεννα ίνουνται Καλλικάντζαροι. (Γ)ι’ αυτό δα κι αλλότες όσα παιδιά ήθελε εννηθούσι τα Χριστούγεννα και δεν εθέλασιν οι (γ)ονείς τωνε να ενούσι Καλλικάντζαροι, επααίνασιν κρυφά και τα πετούσα σε καένα φάραγγα ή από καένα γκρεµνό. Μα επειδή όµως δεν είχασιν όλοι τη γκαρδιά να πετάξουσι τα παιδιά ντωνε, επαρακαλούσα ντο Θεό να τωνε πέψει αρρώστεια και να πεθάνουσι κι ετσά να γλιτώσει το σπίτι απού το δαιμόνιο.»
Μια άλλη πάλι γριούλα από την Χώρα, η κυρά Βαγγελιώ Σ. Θεοφίλου, αγράµµατη κι αταξίδευτη γυναίκα κι ογδόντα χρονών, µου ανιστόρησε την παραµονή των Φώτων του 1938, ετούτη την παράδοση για τους Καλλικαντζάρους:
«Οι Καλλικάντζαροι είναι, µαθές, µεγάλος κίντυνος, για τα πρόβατα και τα κατσίκια, γιατί πάνε τη νύχτα εις τσι στάνες και µπαίνουσι µέσα στα πρόβατα. Τότες γεννιούνται αρνιά και κατσίκια τέρατα με µορφή του “όξ’ από δω” και φέρνουσι γρουσουζιά στο κοπάδι και πέφτει και αρρωσταίνει. Και για να γλιτώσουν οι βοσκοί το κοπάδι ηφτιάχνανε µέρες πριν από τα Χριστούγεννα φράχτες από αγκαθιές εις τσι στάνες. Πιστεύγουνε δα ότι οι φράχτες δεν αφήνουν τσι Καλλικάντζαρους να µπούνε στη στάνη. Και να δεις και τι ηπάθενε κι ένας βοσκός με τσι σκατογένηδες:
Ηξηµερώνασι τα Χριστούγεννα και ο βοσκός ηβρέθηκενε µέσα σε χιονούρα και δεν ηµπόριενε, ο άνθρωπος, να τραβήξει το δρόµο του και να φέρει τα πρόβατά του στη στάνη. Έτσι τα ήβαλενε σε µια σπηλιά, πλάι κι εϋφτός. Ηζώστηκενε και την κάπα του κι ήκατσένε µέσα, ωσπού να ξηµερώσει. Για να συντροφέψει την ψυχή του, ηρχίνεψε να παίζει τη φλογέρα του και τότες είδενε να συνάζουνται γύρω του όλα τα Καλλικαντζάρια, που θα τους ήρεσενε, πρέπει, η µουσική. Τον ηβάλανε τότε να παίζει, κι εκείνα ηρχέψασι να χοροπηδούσινε και να κάνουσι τέθοια τσαλίµια, που δεν ηφαντάστηκενε ποτέ µυαλό ανθρώπου. Ηκουράστηκενε να παίζει ο βοσκός, όµως τα Καλλικαντζάρια δεν τον ηφήνασι τον άνθρωπο να ησυχάσει. Του λένε: «Α πάψεις να παίζεις, θα σε φάµενε». Τι να κάµει; Ήπαιζεν, ο άνθρωπος, ως το πρωί και τότε τα Καλλικαντζάρια τον ηυχαριατήσανε κι ηφύγασι πλιο. Μα από το φύσα-φύσα, ο άνθρωπος το καλάµι, τόσο ηκουράστηκενε, που ηστράβωσενε το στόµα του και σ’ όλα γύρω τα χωριά τον εφωνάζασινε: Δαιµονοπαρµένο.
Και ξέρω ακόµα πως οι Καλλικάντζαροι µοιάζουσινε με τσι ποντικούς και γι’ αυτό οι νοικοκυρές το βράδυ τα Χριστούγεννα κλείνουσι τα ντουλάπια τους, να µην τρώσιν τα µαγαρισµένα τα φαγιά. Τρώσι και τις µυτούλες των µικρών παιδιών και τ’ αυτιά των παιδιών που ξεχνούσινε να κάµουν την προσευχή τους. Γι’ αυτό άµαν ξυπνήσει κανένα παιδί με µατωµένη τη µυτούλα του, λέσινε πως τα Καλλικαντζάρια την ηφάγασινε. Και η ελευθερία των Καλλικαντζάρων κλείνει το πρωί της Πρωτάγιαστης». (παραµονή των Φώτων)
Η κερά Παππαδιά πάλι η Κλουβάταινα, από τον Κινίδαρο, µου διηγήθηκε:
«Οι Καλλικάντζαροι µπαίνουσι µέσα στσι στάµνες και µααρίζουνε το νερό κι όποιος πιει αρρωσταίνει. Γι’ αυτό µόλις το νερό από τη βρύση, βάνουν στο στόµα τση στάµνας ένα αναµµένο κάρβουνο κι άµα ο Καλλικάντζαρος πάει να µπει µέσα, θα καεί και θα φύγει. «Αλλο δεν έχω ακουστά».
Μια άλλη Απεραθίτισσα γριά, αγράµµατη, µα ταξιδεµένη κι εβδοµήντα χρονών, στα 1935, µου διηγήθηκε ετούτη την Καλλικαντζαραίικη ιστορία:
«Ήτανε παραµονή τω Χριστουέννω. Ένας λοιπό επάαινε απού το ένα χωριό στ’ άλλο, καβάλλα στο µουλάρι ντου. Στη στράτα ενυχτώθηκε και περνώντας από ‘να (γ)ιοφύρι ήκουσε καένα παιδί, που ‘χε χαµένη τη στράτα κι ήκλαιε. Κατεβαίνει α’ το µουλάρι, ο άνθρωπος, και πάει να δει. Θωρεί ένα µωρό που ‘κλαιε, το παίρνει στην αγκαλιά ντου µα επειδής εκείνο δεν ήρνευγε, ήρχεψε να το χαδεύγει και να του λέει: «Σώπα, µωρό µου». Μα κάθα βολά που του το ‘λεε, ήκουε µια φωνή να του ξαναλέει: «Σώπα, µωρό µου». Ύρου-ύρου τότε γκρίφια (βράχια) και σπηλιές. Στην αρχή, λοιπό, θάρρειε πως ήτονε αντίλαλος. Ύστερα όµως εκατάλαβε πώς ήτονε µιαρό, “όξω από πα”, κι ήρχεψε να λέει το “Πιστεύγω” κι αξαφνικά ήκουσ’ ένα µουγκάλισµα, σαν του χοίρου όντε τόνε σφάζουσι, και το µωρό ε(γ)ίνηκεν ανεφταόρατο απού µες στα χέρια ντου. Ετότες µόνου εκατάλαβε πως το µωρό ήτονε Καλλικάντζαρος.
Και οι Καλλικάντζαροι ίνουνται ό,τι θες. Και µωρά και τράοι (τραγιά) και βούδια και κατεβαίνουσιν α’ τσ’ ανεφανοί. (Γ)ι’ αυτό και το βράδυ τω Χριστουέννω, άµα είν’ ώρα να πάσι να πέσουσι (πλαγιάσουν) οι αθρώποι και σβύσουσι vτη φωθιά, στρώνουσι τη σταχτή, (γ)ια να δούσι το πρωί αν εκατέβησαν α’ τον ανεφανό Καλλικάντζαροι. Ταχυτέρου λοιπό που θωρούσι πατηµασές απάνω στη σταχτή λέσι: Καλλικάντζαροι εκατέβησα. Μα πιο καλά πως είναι οι κάτες (γάτες) κι αυτά τα λέσι µόνου (γ)ια να τροµάζουσι ντα παιδιά».
Για να µας τροµάζουν, αλήθεια, σαν είµαστε παιδιά, µας λέγαν οι καλές µας λαλάδες τούτες τις ιστορίες για τους Καλλικαντζάρους των Χριστουγέννων. Με τέτοιες όµως “µπαµπούλες” καθόµαστε φρόνιµα κοντά στην αναµµένη παραστιά και τις αφήναµε να συγυρίσουν το σπίτι για τις “σκόλες” των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Μα τώρα, τόσα χρόνια πια που έχω κι εγώ να κάτσω στο κουτσουράκι της σβησµένης παραστιάς µας, δεν ξέρω αν κατεβαίνουν πια οι Καλλικάντζαροι απ’ τους ανεφανούς του χωριού µας, δεν ξέρω πώς κάθονται φρόνιµα το παιδιά… Μπορεί και στα χωριά µας -γιατί στη Χώρα πήγαν από καιρό- να πάνε οι ταχυδρόµοι με τ’ άλλα “αποδοσίδια” τους και ψεύτικα Χριστουγεννιάτικα δέντρα και με τα ψεύτικα “λιλιά” που τα στολίζουν, να ψευτίζουν από τώρα και τις αθώες παιδικές ψυχές…
Νίκος Σφυρόερας
Το κείμενο αυτό του Απεραθίτη λογοτέχνη και λαογράφου Νίκου Σφυρόερα δηµοσιεύτηκε στο υπ’ αριθµ. 207-208 φύλλο της Εφηµερίδας “Ναξιακόν Μέλλον”, Δεκέµβριος 1959.