facebook twitter youtube googleplus
on/off

AπείρανθοςΛαογραφικά: Οι καλλικάντζαροι στη Νάξο

Όλα τα  παλιά κι όµορφα του νησιού µας χριστουγεννο­πρωτοχρονιάτικα έθιµα, που ζέσταναν τις παιδικές µας ψυχές τούτες τις άγιες µέρες, πάνε πιά, χάνονται και σβήνουν σιγά-σιγά με “του χρόνου τα γυρίσµατα” και με τ’ ανθρώπου τις καινούριες συνή­θειες. Κάπου και που θ’ ακούσεις τώρα κάλλαντα παλιά με το ντου­µπάκι και τη τζαµπούνα και με το συνηθισµένο πρώτο τραγούδι των καλλαντιστάδων:

Αν είναι με το θέληµα,
τα κάλαντα να πούµε,
να παίζει η τζαµπούνα µας
κι εµείς να τρα(γ)ουδούµε…

Κάπου και που θα στηθεί στσι πυροµάχοι τση παρα­στιάς ο µεγάλος µπακιρένιος τέντζερης με τα “κουκουλο­µαεργιά” για καλό του χρόνου και για να «µην πιάσει ψείρα το “(γ)έννηµα” γιατί τώ­ρα πλια ούτε (γ)εννήµατα κάνουσι στα χωριά, ούτε τα παιδιά παρα­καλούσι στις λιτανείες το Θεό:

Βρέξε Θεέ µου, δυνατά,
να κάµωµε (γ)εννήµατα.

Το ψωµί πλια είναι αγοραστό “χάσικο”, που το βγάνουσι κάθε µέρα “βλασερό” (φρέσκο) οι γερ­µανικοί φούρνοι και οι χωριανοί δεν έχουσι πια ανάγκη από το Θεό να βρέξει «(γ)ια να κάµουσι (γ)εν­νήµατα».

‘Ετσι, µαζί µ’ όλα, «εφύασι κι οι Καλλικάντζαροι» -ψεύτικοι κι αληθινοί- και δεν κατεβαίνουν πια «απού τσ’ α­νεφανοί και τσι καµινάδες» να τροµάζουν τα παιδιά και τις γριές, να «ξηλώνουσι τσι κάρτσες και να µααρί­ζουσι το νερό και τ’ α­λεύρι οι σκατοένηδες», µήτε να φέρνουν «µες στσι ντουράδες, στσι παλιό­καρτσες και στα καλάθια ντώνε πεσκέσα για τσ’ αθρώποι του σπι­θιού, σαν που τα ζάρα­σιν (συνήθιζαν) αλλότες». Γιατί “αλλότες” αλήθεια ήταν δυο λογιών οι Αξιώτικοι Καλλικάντζα­ροι. Οι ψεύτικοι και οι αληθινοί. Τους ψεύτικους τους φτιάχνανε οι ανθρώποι: «Ήτονε σαν κουτσού­νες (κούκλες), που τσ’ εκάνασι με παλιοκούρελα, με κάρτσες, με ότ’ ελάχαινε. Των εβάνασι µάθια, αυτιά, µύτες, µουστάκια, στόµα, (γ)έ­νια, χέρια και ποδάρια και τώνε κρεµνούσαν κα(ν)ένα ντουρά, καένα καλάθι κι εβάνασι µέσα κυδώνια, πορτοκαλοµαντάρινα, ότ’ ελάχαινε και πααίνασι και τσ’ εκρεµνούσα τη νύχτα τση παραµονής τω Χρι­στουέννω µ’ ένα σκοινί απού τσ’ α­νεφανοί τω σπιθιώ».

Μα τα δώρα αυτά που κατέβα­ζαν από τους ανεφανούς οι ψεύτι­κοι Καλλικάντζαροι δεν ήταν πάντα τα ίδια για όλα τα σπίτια. Οι “αµουρούζοι” (ερωτευµένοι η αρραβωνιασµένοι), να πούµε, που θέ­λανε να εύχαριστήσουν την “αµουρούζα” τους, της κατέβα­ζαν από τον ανεφανό φρούτα, γλυκά κι άλλα καλά “πεσκέσια αµουρουζίστικα”. Αν όµως ένα κοπέλι ήθελε να πειράξει ένα κοπελούδι, αν ήθελε να το εκδικη­θεί για την αποστροφή του έρωτά του, να το τροµάξει ή να του κάµει αστείο, µπορούσε µες στον ντου­ρά ή στο καλάθι, που θα σήκωνε ο Καλλικάντζαρος, να βρίσκεται κα­µιά γάτα, κανένας ποντικός, κανέ­νας σκαντζόχοιρος ή να κρατάει καµιά κάλτσα γεµάτη σταχτή και να περιχύσει το τηγάνι ή το τσικά­λι µόλις ήθελε ξεσκεπαστεί. Το ί­διο γινόταν και στ’ άλλα σπίτια. Σ’ άλλα κατέβαιναν από τους ανεφα­νούς των ψευτο-Καλλικάντζαροι με όµορφα “πεσκέσια” και σ’ άλλα -για να τροµάξουν τους ανθρώ­πους, για να κάµουν αστείο ή να εκδικηθούν- με κάλτσες γεµάτες στάχτη ή και µ’ άλλες βρωµιές.

Μ’ αν τρόµαζαν λίγο πολύ τού­τοι οι ψευτο-Καλλικάντζαροι τους ανθρώπους, εκείνοι που πραγµατι­κά ήταν φόβος τρόµος ήταν οι α­ληθινοί. Και πώς γεννήθηκαν τού­τοι οι Καλλικάντζαροι στη φαντα­σία του ελληνικού και του ναξιώτι­κου λαού, µας το λένε χίλιες-δυο παραδόσεις. Η λαλά µου η Τρευ­λογιαννού -ο Θεός συχωρές την- που ούτε γράµµατα γνώριζε κι έγινε εκατόν δυο χρονών γριά ώσπου να την πάµε στο Χαλί (νεκροταφείο) του Χωριού, µούλεγε: «Όσα παιδιά, παιδί µου, εννιούνται τα Χριστούεννα ίνουνται όλα Καλ­λικάντζαροι, ‘ιατί εκείνη τη βραδυνιά εεννήθηκεν ο Έφέντης του Κόσµου -ο Χριστός, µεγάλη η χάρη ντου!- και δε θέλει να βρεθεί καένα στόµα και να πει, τάχας µου, πως δεν είναι µονοενής. Και ‘ια κείνο, µόλις εενήθηκεν ο Χριστός, είπε: «Ποιο µιαρό στην ώρα µου;». Και ‘ια κείνο όσα µωρά εννιούνται τα Χριστούεννα ίνουνται Καλλικάντζαροι. (Γ)ι’ αυτό δα κι αλ­λότες όσα παιδιά ήθελε εννηθούσι τα Χριστούγεννα και δεν εθέλασιν οι (γ)ονείς τωνε να ενούσι Καλλικά­ντζαροι, επααίνασιν κρυφά και τα πετούσα σε καένα φάραγγα ή από καένα γκρεµνό. Μα επειδή όµως δεν είχασιν όλοι τη γκαρδιά να πε­τάξουσι τα παιδιά ντωνε, επαρακα­λούσα ντο Θεό να τωνε πέψει αρ­ρώστεια και να πεθάνουσι κι ετσά να γλιτώσει το σπίτι απού το δαι­μόνιο.»

Μια άλλη πάλι γριούλα από την Χώρα, η κυρά Βαγγελιώ Σ. Θεοφί­λου, αγράµµατη κι αταξίδευτη γυ­ναίκα κι ογδόντα χρονών, µου ανι­στόρησε την παραµονή των Φώ­των του 1938, ετούτη την παράδο­ση για τους  Καλλικαντζάρους:

«Οι Καλλικάντζαροι είναι, µαθές, µεγάλος κίντυνος, για τα πρόβατα και τα κατσίκια, γιατί πάνε τη νύ­χτα εις τσι στάνες και µπαίνουσι µέσα στα πρόβατα. Τότες γεννιού­νται αρνιά και κατσίκια τέρατα με µορφή του “όξ’ από δω” και φέρ­νουσι γρουσουζιά στο κοπάδι και πέφτει και αρρωσταίνει. Και για να γλιτώσουν οι βοσκοί το κοπάδι ηφτιάχνανε µέρες πριν από τα Χρι­στούγεννα φράχτες από αγκαθιές εις τσι στάνες. Πιστεύγουνε δα ότι οι φράχτες δεν αφήνουν τσι Καλ­λικάντζαρους να µπούνε στη στά­νη. Και να δεις και τι ηπάθενε κι έ­νας βοσκός με τσι σκατογένηδες:

Ηξηµερώνασι τα Χριστούγεννα και ο βοσκός ηβρέθηκενε µέσα σε χιονούρα και δεν ηµπόριενε, ο άν­θρωπος, να τραβήξει το δρόµο του και να φέρει τα πρόβατά του στη στάνη. Έτσι τα ήβαλενε σε µια σπηλιά, πλάι κι εϋφτός. Ηζώ­στηκενε και την κάπα του κι ήκα­τσένε µέσα, ωσπού να ξηµερώσει. Για να συντροφέψει την ψυχή του, ηρχίνεψε να παίζει τη φλογέρα του και τότες είδενε να συνάζου­νται γύρω του όλα τα Καλλικα­ντζάρια, που θα τους ήρεσενε, πρέπει, η µουσική. Τον ηβάλανε τότε να παίζει, κι εκείνα ηρχέψασι να χοροπηδούσινε και να κάνουσι τέθοια τσαλίµια, που δεν ηφαντά­στηκενε ποτέ µυαλό ανθρώπου. Ηκουράστηκενε να παίζει ο βο­σκός, όµως τα Καλλικαντζάρια δεν τον ηφήνασι τον άνθρωπο να ησυ­χάσει. Του λένε: «Α πάψεις να παίζεις, θα σε φάµενε». Τι να κά­µει; Ήπαιζεν, ο άνθρωπος, ως το πρωί και τότε τα Καλλικαντζάρια τον ηυχαριατήσανε κι ηφύγασι πλιο. Μα από το φύσα-φύσα, ο άν­θρωπος το καλάµι, τόσο ηκουράστηκενε, που ηστράβωσενε το στόµα του και σ’ όλα γύρω τα χω­ριά τον εφωνάζασινε: Δαιµονοπαρ­µένο.

Και ξέρω ακόµα πως οι Καλλικά­ντζαροι µοιάζουσινε με τσι ποντι­κούς και γι’ αυτό οι νοικοκυρές το βράδυ τα Χριστούγεννα κλείνουσι τα ντουλάπια τους, να µην τρώσιν τα µαγαρισµένα τα φαγιά. Τρώσι και τις µυτούλες των µικρών παι­διών και τ’ αυτιά των παιδιών που ξεχνούσινε να κάµουν την προσευ­χή τους. Γι’ αυτό άµαν ξυπνήσει κανένα παιδί με µατωµένη τη µυ­τούλα του, λέσινε πως τα Καλλικα­ντζάρια την ηφάγασινε. Και η ελευθερία των Καλλικαντζάρων κλείνει το πρωί της Πρωτάγιαστης». (παραµονή των Φώτων)

Η κερά Παππαδιά πάλι η Κλου­βάταινα, από τον Κινίδαρο, µου διηγήθηκε:

«Οι Καλλικάντζαροι µπαίνουσι µέσα στσι στάµνες και µααρίζου­νε το νερό κι όποιος πιει αρ­ρωσταίνει. Γι’ αυτό µόλις το νερό από τη βρύση, βάνουν στο στόµα τση στάµνας ένα αναµµένο κάρ­βουνο κι άµα ο Καλλικάντζαρος πάει να µπει µέσα, θα καεί και θα φύγει. «Αλλο δεν έχω ακουστά».

Μια άλλη Απεραθίτισσα γριά, α­γράµµατη, µα ταξιδεµένη κι εβδο­µήντα χρονών, στα 1935, µου διη­γήθηκε ετούτη την Καλλικαντζα­ραίικη ιστορία:

«Ήτανε παραµονή τω Χριστου­έννω. Ένας λοιπό επάαινε απού το ένα χωριό στ’ άλλο, καβάλλα στο µουλάρι ντου. Στη στράτα ενυχτώ­θηκε και περνώντας από ‘να (γ)ιοφύρι ήκουσε καένα παιδί, που ‘χε χα­µένη τη στράτα κι ήκλαιε. Κατεβαί­νει α’ το µουλάρι, ο άνθρωπος, και πάει να δει. Θωρεί ένα µωρό που ‘κλαιε, το παίρνει στην αγκαλιά ντου µα επειδής εκείνο δεν ήρνευ­γε, ήρχεψε να το χαδεύγει και να του λέει: «Σώπα, µωρό µου». Μα κάθα βολά που του το ‘λεε, ήκουε µια φωνή να του ξαναλέει: «Σώπα, µωρό µου». Ύρου-ύρου τότε γκρί­φια (βράχια) και σπηλιές. Στην αρ­χή, λοιπό, θάρρειε πως ήτονε αντίλαλος. Ύστερα όµως εκατάλαβε πώς ήτονε µιαρό, “όξω από πα”, κι ήρχεψε να λέει το “Πιστεύγω” κι αξαφνικά ήκουσ’ ένα µουγκάλισµα, σαν του χοίρου όντε τόνε σφάζου­σι, και το µωρό ε(γ)ίνηκεν ανεφταό­ρατο απού µες στα χέρια ντου. Ετότες µόνου εκατάλαβε πως το µωρό ήτονε Καλλικάντζαρος.

Και οι Καλλικάντζαροι ίνουνται ό,τι θες. Και µωρά και τράοι (τρα­γιά) και βούδια και κατεβαίνουσιν α’ τσ’ ανεφανοί. (Γ)ι’ αυτό και το βράδυ τω Χριστουέννω, άµα είν’ ώρα να πάσι να πέσουσι (πλαγιά­σουν) οι αθρώποι και σβύσουσι vτη φωθιά, στρώνουσι τη σταχτή, (γ)ια να δούσι το πρωί αν εκατέβη­σαν α’ τον ανεφανό Καλλικάντζα­ροι. Ταχυτέρου λοιπό που θωρού­σι πατηµασές απάνω στη σταχτή λέσι: Καλλικάντζαροι εκατέβησα. Μα πιο καλά πως είναι οι κάτες (γάτες) κι αυτά τα λέσι µόνου (γ)ια να τροµάζουσι ντα παιδιά».

Για να µας τροµάζουν, αλήθεια, σαν είµαστε παιδιά, µας λέγαν οι καλές µας λαλάδες τούτες τις ι­στορίες για τους Καλλικαντζάρους των Χριστουγέννων. Με τέτοιες ό­µως “µπαµπούλες” καθόµαστε φρόνιµα κοντά στην αναµµένη πα­ραστιά και τις αφήναµε να συγυρί­σουν το σπίτι για τις “σκόλες” των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρο­νιάς. Μα τώρα, τόσα χρόνια πια που έχω κι εγώ να κάτσω στο κου­τσουράκι της σβησµένης παρα­στιάς µας, δεν ξέρω αν κατεβαί­νουν πια οι Καλλικάντζαροι απ’ τους  ανεφανούς του χωριού µας, δεν ξέρω πώς κάθονται φρόνιµα το παιδιά… Μπορεί και στα χωριά µας -γιατί στη Χώρα πήγαν από καιρό- να πάνε οι ταχυδρόµοι με τ’ άλλα “αποδοσίδια” τους και ψεύτικα Χριστουγεννιάτικα δέντρα και με τα ψεύτικα “λιλιά” που τα στολίζουν, να ψευτίζουν από τώρα και τις αθώες παιδικές ψυχές…

Νίκος Σφυρόερας

Το κείμενο αυτό του Απεραθίτη λογοτέχνη και λαογράφου Νίκου Σφυρόερα δηµοσιεύτηκε στο υπ’ αριθµ. 207-208 φύλλο της Εφηµερίδας “Ναξια­κόν Μέλλον”, Δεκέµβριος 1959.

Γράψτε το σχόλιό σας.