facebook twitter youtube googleplus
on/off

ΚρεμαστήΛαογραφικά: Ο αργαλειός της μάνας μου

Το κέντημα είναι γλέντησμαΚαι η ρόκα είναι σεργιάνιΚαι ο έρημος ο αργαλειόςΕίναι σκλαβιά μεγάληΑυτό έλεγε η γιαγιά μου η Σταμάτα, κάθε φορά που έβλε-πε τη μάννα μου να υφαίνει στον αργαλειό, που ήταν στη-μένος στην ταράτσα στο πίσω μέρος του σπιτιού μας. Και είχε δίκιο γιατί όταν ύφαιναν οι γυ-ναίκες, ήταν για ώρες καθηλω-μένες στον αργαλειό τους. Αλλά εμείς λόγω αυτού του υπαίθριου αργαλειού είχα-με κάθε μέρα ρούγα στο σπίτι μας. Μαζεύονταν κάθε απόγευ-μα οι γειτόνισσες, οι περισσότε-ρες από την πάνω γειτονιά, κά-νοντας και κάποια εργασία. Οι μεγαλύτερες γυναίκες με την ρόκα τους γνέθοντας και οι κο-πέλες με τα κεντήματά τους ή τα πλεκτά τους. Οι πιο γριές που δεν είχαν κάποια δική τους ερ-γασία, βοηθούσαν την μητέρα μου φτιάχνοντας τούντες, μα-σούρια κλπ.Και να η ανταλλαγή των σχεδίων στα κεντήματα και στα πλεκτά και να λέγει η κάθε μία τι θα υφάνει φέτος ή την άλλη χρονιά. Πόσες κρούστες, πατα-νίες, βελέντζες έχουν ετοιμάσει προίκα για τις κόρες τους.Και κράπα κρούπα η μάνα μου να χτυπάει με δύναμη το χτένι αλλάζοντας τις ποδαρί-τσες ενώ πήγαιναν πέρα δώθε οι σαίτες με τα χρωματιστά νή-ματα. Όταν ύφαινε κάποιο πιο δύσκολο σχέδιο, με τα «κουβα-ράκια» όπως τα έλεγε δεν μπο-ρούσε να συμμετέχει πολύ στην κουβέντα για να μην κάνει κά-ποιο λάθος. Όταν όμως ύφαι-νε κάποιο πιο εύκολο σχέδιο, δηλαδή «κουρέλες» πήγαινε ο αργαλειός μόνος του. Ήταν τόση η εξοικείωση που είχε η μάνα μου με τον αργαλειό της.Τις ιστορίες ξεδιπλώνο-νταν μπροστά μας. Τι θυμό-νταν οι μεγαλύτερες γυναίκες και πώς τα ακούγαμε εμείς τα παιδιά. Έλεγαν και για την τε-λευταία «καλαμίδα» που όταν πέσει από το «αντί» και την πάρει μια κοπέλα, όποιο όνο-μα ακούσει θα πάρει άντρα με αυτό το όνομα Παρότι ανυπο-μονούσαν οι κοπέλες δεν θυ-μάμαι καμιά να σκύψει να την πάρει, ίσως ντρεπόνταν για να μη φανούν βιαστικές.Είχε βέβαια προηγηθεί πολυ εργασία έως ότου το ετοι-μαστεί το πανί για να υφανθεί, στην οποία πάντα βοηθούσαν οι γειτόνισσες ή μία την άλλη. Όταν μετρούσαν τις «οργιές» για να ρίξουν το πανί μια δια-δικασία που χρειαζόταν πολύ τέχνη και πολύ προσοχή, σε όλη την γειτονιά ακούγονταν τα μασούρια που γύριζαν και την «ανυφάντρα» που πήγαινε τις κλωστές πέρα δώθε σε συ-γκεκριμένα σημεία. Τι χαρά για μας τα παιδιά να χοροπηδάμε γύρω – γύρω και να μπλεκό-μαστε στα πόδια των μονάδων μας, εισπράττοντας κάποιες φο-ρές και μερικές ξυλιές.Μετά το «πανί» έπρεπε να πάει στο «αντί», εργασία που χρειαζόταν τρεις με τέσσερις γυναίκες για να γίνει «Κρεμού-σαν» μια γυναίκα στο «πανί» και σιγά – σιγά το μάζευαν στο «αντί» βάζοντας κάπου – κάπου «καλαμίδες». Θυμάμαι την γει-τόνισσά μας, την θεια Παναγιώ-τα ότι ήταν η καταλληλότερη για αυτή την εργασία.Μετά ακολουθούσε το «μί-τωμα» και το πανί ήταν έτοιμο να υφανθεί με τα χρωματιστά νήματα ώστε να φτιάχνουν τα υπέροχα αυτά μοναδικά υφαντά που βλέποντας τα σήμερα ακό-μα τα θαυμάζω και τα αγαπώ.Γιατί πέρα από τον κόπο που έκανε η μάνα μου, με κάθε κλωστή που έχει υφαν-θεί έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου τα γέλια, οι παρέες οι σο-φές κουβέντες των μεγαλύτε-ρων γυναικών και οι παρέες των παιδιών.Ανέμελα χρόνια…

Δήμητρα Παράσχη – Χρηστάκη

Γράψτε το σχόλιό σας.