Νέες εκδόσεις Ιστορίας και Ποίησης από ΜΙΕΤ, Παρασκήνιο, Κίχλη
Το Αϊβαλί και η Μικρασιατική Αιολίδα
Το Αϊβαλί και η Μικρασιατική Αιολίδα υπήρξε έργο ζωής για τον αρχιτέκτονα Δημητρό Ε. Ψαρρό, ο οποίος ασχολήθηκε με την έρευνα και τη συγγραφή του από το 1969 έως το θάνατό του, το 2008. Πρόκειται για μια αρχιτεκτονική και πολεοδομική μελέτη που επιχειρεί να ανασυστήσει αυτή τη μοναδική από δημογραφική άποψη πολιτεία της Μικρασιατικής Αιολίδας, της οποίας ο πληθυσμός μέχρι το 1922 ήταν αμιγώς ελληνικός. Η έρευνα του Ψαρρού, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου, «αποκαλύπτει βήμα βήμα τις φάσεις ανάπτυξης της πολιτείας και της γύρω περιοχής, αξιοποιώντας πληροφορίες που αναζητήθηκαν τόσο σε γραπτές ιστορικές πηγές όσο και σε προφορικές μαρτυρίες». Το βιβλίο παρουσιάζει «σε σχέδια και φωτογραφίες, τον κτιριακό της πλούτο, σε μια προσπάθεια να διασώσει, έστω και μόνο σε εικόνες, κάποια σημάδια στο χώρο που ήδη έχουν χαθεί, ή που πρόκειται να εξαφανιστούν σύντομα». Το κείμενο παρακολουθεί –ενορία την ενορία– την οικιστική εξέλιξη στους οικισμούς Αϊβαλί, Μοσχονήσια και Γενιτσαροχώρι, και συμπληρώνεται από μια πολυσέλιδη επισκόπηση του περιβάλλοντα χώρου αυτών των οικισμών, όπου, μεταξύ άλλων, καταγράφονται αναλυτικά όλα τα μοναστήρια, τα ξωκλήσια και τα νησάκια του ιδιότυπου αυτού αρχιπελάγους. Τέλος, τα παραρτήματα με τα οποία ολοκληρώνεται η μελέτη περιλαμβάνουν εκτενές χρονολόγιο με την ιστορία της περιοχής (από το 1000 έως το 1923) καθώς και ιστορικά, πληθυσμιακά και ανθρωπολογικά στοιχεία, ενώ στη βιβλιογραφία παρατίθενται οι γνωστές και άγνωστες πηγές που χρησιμοποίησε ο ερευνητής. Το εικονογραφικό υλικό, σημαντικότατο για την τεκμηρίωση της έρευνάς του Δ. Ε. Ψαρρού, περιλαμβάνει, εκτός από φωτογραφίες από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις μέρες μας, και πρωτότυπα τοπογραφικά / αρχιτεκτονικά σχέδια του ίδιου αλλά και Τούρκων μελετητών της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του τόπου.
Σχεδιασμός και έγγειος ιδιοκτησία στην Αθήνα 1833-1922
Ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται το βιβλίο είναι οι πρακτικές του νεοελληνικού κράτους με στόχο τον μετασχηματισμό της Αθήνας από κατεστραμμένη κωμόπολη της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε πρωτεύουσά του και παράλληλα, οι δράσεις της κοινωνίας στον κατασκευασμένο χώρο στο διάστημα 1833-1922. Εστιάζει στην πολεοδομική πολιτική για την Αθήνα και τις επιπτώσεις της στην έγγειο ιδιοκτησία. Η μελέτη φιλοδοξεί να έχει διττό χαρακτήρα. Να κάνει καταγραφή ως εργασία υποδομής και με το διαθέσιμο νέο υλικό από την αρχειακή έρευνα να προχωρήσει σε προσεγγίσεις, συνδέσεις και ερμηνείες. Επιχειρούνται συσχετισμοί με την πρόσφατη ιστορία ή και με τη σύγχρονη πραγματικότητα, ώστε να είναι περισσότερο κατανοητά και εύληπτα τα ιστορικά γεγονότα. Η εφαρμογή όσων θεσπίστηκαν για τον χώρο της πόλης ανέτρεψε τις διαμορφωμένες καταστάσεις αιώνων. Οι θεσμοθετημένες αλλαγές μεταμόρφωσαν το τοπίο της μέσα σε λίγα χρόνια, καθιστώντας την παραδοσιακή, νεωτερική πόλη. Καταγράφονται οι ποικίλες αλλαγές της εγγείου ιδιοκτησίας και η σχέση της με τη νεοελληνική κοινωνία. Σχέση ισχυρή από τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους, το οποίο την ευνόησε συστηματικά. Οι επεκτάσεις με κύριο χαρακτηριστικό τη ρυμοτόμηση με κανονικότητα επέτρεψαν την εγκατάσταση του πληθυσμού. Η ενθάρρυνση της πυκνής δόμησης και της εντατικής ανοικοδόμησης και η συνεχής υπεραξία της ακίνητης περιουσίας απέτρεψαν την οικονομική αβεβαιότητα μεγάλων ομάδων του πληθυσμού και τις κοινωνικές εντάσεις: τα ακίνητα έγιναν θεμέλια της οικογενειακής ζωής. Η “τομή” σε αυτή τη σχέση ήρθε στα πρόσφατα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Οι συχνοί πλειστηριασμοί ακινήτων στο διάστημα 1842-1870 πιστοποιούν την υπερχρέωση των νοικοκυριών. Ο υπερβολικός δανεισμός τους αποτελεί μια αναλογία των πρώτων δεκαετιών του ελληνικού κράτους με τη σύγχρονη Ελλάδα.
Ποιήματα 1943-2008
«Η φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να μπορεί να αφηγηθεί, και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει· να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει. [...] Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, σχεδόν την τρυφερότητα και τη φυσικότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου. Υποπτεύομαι πως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης, που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε δραματική, πηγαίνοντας να γίνει αφηγηματική.» Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ, Διαλέξεις, 1992 [1989].