Ο Δήμος της Κερατέας απλώνεται σε μεγάλο μέρος της Ν. Αττικής και διαθέτει πλήθος μνημείων όλων σχεδόν των περιόδων του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στον ελλαδικό χώρο.
Η αρχαιότερη κατοίκηση στην περιοχή έχει εντοπιστεί στο Σπήλαιο του Κίτσου, στην ανατολική πλευρά του υψώματος Μικρό Ριμπάρι, του οποίου η πρώτη χρήση και κατοίκηση χρονολογείται στη νεώτερη νεολιθική περίοδο (5300-4300 π.Χ.)
Στο Βελατούρι, στο μικρό λόφο δυτικά του δημοτικού σταδίου και απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας ήδη από το 1962, Βρετανοί αρχαιολόγοι εντόπισαν κεραμική της ΠΕ (Πρωτοελλαδικής 3500-2000 π.Χ.) και ΜΕ (Μεσοελλαδικής 2000-1600 π.Χ.) περιόδου.
Κατά την επόμενη περίοδο, την μυκηναϊκή (1600-1100)τα ευρήματα μας είναι περισσότερα. Κατά το α’ μισό του περασμένου αιώνα αναφέρεται η ανεύρεση μυκηναϊκού θαλαμοειδούς τάφου, στους πρόποδες του βουνού, ενώ ένας ακόμα τάφος ερευνήθηκε στη βόρεια πλευρά της κοιλάδας Ποτάμι. Μυκηναϊκά όστρακα έχουν βρεθεί στο Σπήλαιο της Κακής θάλασσας και στο σπήλαιο στο Κερατοβούνι.
Στο Ρουτζέρι έχουν βρεθεί αγγεία της γεωμετρικής εποχής (900-700 π.Χ.),τα οποία βρίσκονται σε ιδιωτική συλλογή στο εξωτερικό, ενώ στην ίδια εποχή χρονολογείται βωμός αφιερωμένος στον Δία Όμβριο.
Κατά τα αρχαϊκά χρόνια (700-500) τεκμηριώνεται η ύπαρξη στην περιοχή ισχυρών και πλούσιων οικογενειών, που έστησαν στους τάφους των νεκρών τους μεγάλα γλυπτά. Τα σημαντικότερα είναι ο Κούρος της Κερατέας που αποκαλύφθηκε στη θέση Ντάρδεζα, ένα γυναικείο άγαλμα θεότητας, εξαιρετικής τεχνικής και διατήρησης, το οποίο έχει επικρατήσει στη βιβλιογραφία ως «θεά του Βερολίνου» και ο περίφημος Αριστόδικος Κούρος που βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Αλλά και ο Θορικός υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και αρχαιότερους οικισμούς της Αττικής. Το κέντρο του Θορικού είναι ο διπλός λόφος Βελατούρι όπου η κατοίκηση υπήρξε μακραίωνη και πυκνή. Στην κορυφή του σώζονται τα ερείπια της ακρόπολης με ίχνη εγκατάστασης από τα τέλη της νεολιθικής, σπίτια της ΠΕ και ΜΕ περιόδου και 5 θολωτοί και θαλαμωτοί τάφοι της μυκηναϊκής περιόδου. Η κατοίκηση συνεχίστηκε ως την ύστερη κλασική περίοδο. Η ζωή στον αρχαίο δήμο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την μεταλλουργία. Ανάμεσα στα σπίτια συναντά κανείς εργαστήρια με πλυντήρια μεταλλεύματος, στοές εξόρυξης και μεταλλευτικά φρέατα. Το θέατρο του Θορικού ανήκει στον 6° αιώνα, αποτελεί το αρχαιότερο θέατρο και είναι μοναδικό για το ιδιόμορφο ελλειψοειδές σχήμα του.
Την περίοδο ακμής του αρχαίου Δήμου Κεφαλής, αποτελούν οι κλασικοί χρόνοι. Στη Μεγάλη Αυλή, υπάρχει άφθονο οικοδομικό υλικό και τμήματα αγγείων κλασικών χρόνων, ενώ από νεκροταφείο στο Ρουτζέρι προέρχονται μαρμάρινες λήκυθοι, μια λουτροφόρος και επιτύμβια στήλη.
Στις ίδιες περιοχές, όπου άνθισε η ζωή κατά τους κλασικούς χρόνους, συνεχίσθηκε η κατοίκηση και στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς που ακολούθησαν.
Είναι φανερό ότι η περιοχή της Κερατέας, όπως και η ευρύτερη Λαυρεωτική είναι ένας τόπος πλούσιος σε ιστορία και μνημεία. Δυστυχώς όμως κανένα μνημείο δεν έχει αναδειχθεί. Ελάχιστες έρευνες έχουν γίνει και λίγα έχουν γραφτεί και το κυριότερο, έχουν γίνει πολλές καταστροφές στο διάβα των αιώνων.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ – ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
Ο δήμος της Κερατέας απλώνεται σε μεγάλο μέρος της Ν. Αττικής και διαθέτει πλήθος μνημείων όλων σχεδόν των περιόδων του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στον Ελλαδικό χώρο. Η αρχαιότερη κατοίκηση στην περιοχή έχει εντοπιστεί στο Σπήλαιο του Κίτσου, στην ανατολική πλευρά του υψώματος Μικρό Ριμπάρι, του οποίου η πρώτη χρήση και κατοίκηση χρονολογείται στη νεολιθική περίοδο (5300 – 4300 π.Χ.).
Στο Βελατούρι, στο μικρό λόφο δυτικά του δημοτικού σταδίου και απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας ήδη από το 1962, Βρετανοί αρχαιολόγοι εντόπισαν κεραμική της ΠΕ ( Πρωτοελλαδικής 3500 – 2000 π.Χ.) και ΜΕ (Μεσοελλαδικής 2000 – 1600 π.Χ.) περιόδου.
Κατά την επόμενη περίοδο, την μυκηναϊκή (1600 – 1100) τα ευρήματα μας είναι περασμένου αιώνα αναφέρεται η ανεύρεση μυκηναϊκού θαλαμοειδούς τάφου, στους πρόποδες του βουνού, ενώ ένας ακόμα τάφος ερευνήθηκε στη βόρεια πλευρά της κοιλάδας. Μυκηναϊκά όστρακα έχουν βρεθεί στο σπήλαιο της Κακής Θάλασσας και στο σπήλαιο στο Κερατοβούνι.
Στο Ρουτζέρι έχουν βρεθεί αγγεία της γεωμετρικής εποχής (900 – 700 π.Χ.),τα οποία βρίσκονται σε ιδιωτική συλλογή στο εξωτερικό, ενώ στην ίδια εποχή χρονολογείται βωμός αφιερωμένος στον Δία Όμβριο.
Κατά τα αρχαϊκά χρόνια (700-500) τεκμηριώνεται η ύπαρξη στην περιοχή ισχυρών και πλούσιων οικογενειών, που έστησαν στους τάφους των νεκρών τους μεγάλα γλυπτά. Τα σημαντικότερα είναι ο Κούρος της Κερατέας που αποκαλύφθηκε στη θέση Ντάρδεζα, ένα γυναικείο άγαλμα θεότητας, εξαιρετικής τεχνικής και διατήρησης, το οποίο έχει επικρατήσει στη βιβλιογραφία ως «θεά του Βερολίνου» και ο περίφημος Αριστόδικος Κούρος που βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Αλλά και ο Θορικός υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και αρχαιότερους οικισμούς της Αττικής. Το κέντρο του Θορικού είναι ο διπλός λόφος Βελατούρι όπου η κατοίκηση υπήρξε μακραίωνη και πυκνή. Στην κορυφή του σώζονται τα ερείπια της ακρόπολης με ίχνη εγκατάστασης από τα τέλη της νεολιθικής, σπίτια της ΠΕ και ΜΕ περιόδου και 5 θολωτοί και θαλαμωτοί τάφοι της μυκηναϊκής περιόδου. Η κατοίκηση συνεχίστηκε ως την ύστερη κλασική περίοδο. Η ζωή στον αρχαίο δήμο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την μεταλλουργία. Ανάμεσα στα σπίτια συναντά κανείς εργαστήρια με πλυντήρια μεταλλεύματος, στοές εξόρυξης και μεταλλευτικά φρέατα. Το θέατρο του Θορικού ανήκει στον 6° αιώνα, αποτελεί το αρχαιότερο θέατρο και είναι μοναδικό για το ιδιόμορφο ελλειψοειδές σχήμα του. Την περίοδο ακμής του αρχαίου Δήμου Κεφαλής, αποτελούν οι κλασικοί χρόνοι. Στη Μεγάλη Αυλή, υπάρχει άφθονο οικοδομικό υλικό και τμήματα αγγείων κλασικών χρόνων, ενώ από νεκροταφείο στο Ρουτζέρι προέρχονται μαρμάρινες λήκυθοι, μια λουτροφόρος και επιτύμβιαστήλη.
Στις ίδιες περιοχές, όπου άνθισε η ζωή κατά τους κλασικούς χρόνους, συνεχίσθηκε η κατοίκηση και στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς που ακολούθησαν.
Είναι φανερό ότι η περιοχή της Κερατέας, όπως και η ευρύτερη Λαυρεωτική είναι ένας τόπος πλούσιος σε ιστορία και μνημεία. Δυστυχώς όμως κανένα μνημείο δεν έχει αναδειχθεί. Ελάχιστες έρευνες έχουν γίνει και λίγα έχουν γραφτεί και το κυριότερο, έχουν γίνει πολλές καταστροφές στο διάβα των αιώνων.
ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΘΟΡΙΚΟΥ
Το θέατρο του Θορικού Λαυρεωτικής, ένα από τα αρχαιότερα, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τις ιδιορρυθμίες του. Χτίστηκε στο 3ο τέταρτο του 5ου π.Χ. αιώνα. Το κοίλο, με χτιστά λίθινα εδώλια, δεν αποτελεί όπως στα άλλα θέατρα ημικύκλιο, άλλα μισή έλλειψη και έχει στη μια πάροδο ναΐσκο του Διονύσου και στην αντικρινή σύμπλεγμα μικρών δωματίων. Σε κάποια απόσταση δυτικά του θεάτρου βρέθηκαν τα θεμέλια του ναού της Δήμητρας και της Κόρης, του οποίου το καλύτερα διατηρημένο αρχιτεκτονικό υλικό φαίνεται ότι μεταφέρθηκε στην ΑΘήνα όταν ο Θορικός παράκμασε και χρησιμοποιήθηκε στον πρόναο του ναού της Δήμητρας και της Κόρης που χτίστηκε κοντό στο δυτικό κράσπεδο της οδού των Παναθηναίων.. Εκτός από τη λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης, είναι γνωστή και η λατρεία του επώνυμου ήρωα Θορίκου, του Διός, της ‘Ηρας Ειλειθυίας και του Διονύσου. Εκτός από το θέατρο, έχουν βρεθεί ερείπια τειχών που χρονολογούνται στο 409 π.Χ., τμήματα στοάς, ενώ πολύ σημαντικό είναι τα τμήματα της κλασικής πόλης του Θορικού, που έχουν ανασκαφεί από το 1963 από Βέλγους αρχαιολόγους, και ειδικότερα της βιοτεχνικής της συνοικίας.
Μεταξύ άλλων βρέθηκε εργαστήριο καθαρισμού και πλυσίματος του μεταλλεύματος, που αποτελείται από περίπλοκο σύστημα δεξαμενών και αγωγών και το οποίο ήταν σε χρήση μέχρι τα τέλη του 5ου π.X. αιώνα. Τέλος, από το νεκροταφείο της πόλης ανασκάφηκαν συνολικό 72 τάφοι, γεωμετρικών, αρχαϊκώνκαι κλασικών χρόνων.
ΘΟΡΙΚΟΣ
Ο Θορικός ήταν στην αρχαιότητα μια από τις σημαντικές πόλεις της Αττικής που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της παράλια, μισή ώρα βόρεια του Λαυρίου και την οποία, σύμφωνα με την παράδοση, ίδρυσε ο Κέκρωψ. Ήταν χτισμένος στον βόρειο μυχό του κόλπου, στα ριζά του εκεί λόφου Βελατούρι και στον προς τα δυτικό ομαλό χώρο.
Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης ανήκουν ίσως στα νεολιθικά χρόνια (αρχές 3ης χιλιετίας). Ήδη στη ΜΕ εποχή (1900-1600 π.χ.) οι κάτοικοι του Θορικού γνώριζαν και ασκούσαν την επεξεργασία των μεταλλευμάτων του Λαυρίου. Τη μυκηναϊκή εγκατάσταση στον χώρο επιβεβαιώνουν δύο θολωτοί τάφοι, στους οποίους υπάρχουν σαφή ίχνη ηρωολατρίας κατά την αρχαϊκή εποχή. Στα γεωμετρικά χρόνια υπήρχε οικισμός και νεκροταφείο, Στα κλασικά και στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια ήταν σημαντικό οχυρό των Αθηναίων. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, που μάλλον αντανακλά ιστορικά γεγονότα, πριν από τον Θησέα αποτελούσε ξεχωριστό δήμο όπου ο Ερεχθεύς είχε κάνει βασιλιά τον γαμπρό του Κέφαλο. Επί Κλεισθένους έγινε δήμος της Ακαμαντίδος φυλής. Ήταν κέντρο εμπορικής κίνησης στο οποίο συγκεντρωνόταν η ξυλεία των γύρω δήμων. Τον Θορικό δεν τον αναφέρει καθόλου ο Παυσανίας, γιατί είχε τελείως παρακμάσει στην εποχή του. Ήδη από τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα είχαν εμφανιστεί σοβαρό σημάδια παρακμής, που οφείλονται ίσως στις πολλαπλές ήττες της Αθήνας. Μια αναλαμπή τον 4ου π.Χ. αιώνα αποτέλεσε πρόσκαιρη αναβίωση της οικονομικής άνθησης της πόλης, που παράκμαζε σταθερά μετά την εξάντληση των εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων του Λαυρίου και την υποτίμηση του αργύρου τον 4ο π.Χ. αιώνα.
Ο Πομπώνιος ο Μέλας, ο οποίος έζησε κατά το πρώτο μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα, υποστηρίζει ότι ο Θορικός και η Βραυρώνα ήταν κάποτε πόλεις, ήδη δε παρέμειναν ονομασίες μόνο, πράγμα που μας κάνει να συμπεραίνουμε ότι κατά την εποχή εκείνη ο Θορικός ήταν εγκαταλελειμμένος και κατεστραμμένος.
Στη μέση της χερσονήσου που χωρίζει τον βόρειο όρμο (Φραγκολίμανο) από τον νότιο (το κυρίως λιμάνι του Θορικού) υπάρχουν «φτωχά» λείψανα ενός φρουρίου που είχαν χτίσει οι Αθηναίοι στο τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα για να προστατεύουν τα πλοία που θα περνούσαν από εκεί αν υπήρχε ανάγκη. Το οχυρό μπορούσε να χρησιμεύει και ως ακρόπολη του Θορικού, ο οποίος βρισκόταν 1 χλμ. δυτικότερα.
Εκεί υπάρχουν σημαντικά λείψανα του θεάτρου, προσιτά από τη θέση όπου ο σημερινός δημόσιος δρόμος στρέφεται προς νότια με κατεύθυνση προς τον Κυπριανό και το Λαύριο, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση 3.5 περίπου χλμ. από το θέατρο. Το Θορικό όπως και πολλοί άλλοι αρχαιολογικοί χώροι της Ανατολικής Αττικής βρίσκονται σήμερα σε κακή κατάσταση, από άποψη συντήρησης.
Τα τελευταία έτη είχε ξεκινήσει μία προσπάθεια αποκατάστασης του κάτω διαζώματος του θεάτρου, αλλά και της κατασκευής βοηθητικών κτισμάτων. Όμως δεν ολοκληρώθηκε ακόμη.
ΟΒΡΙΟΚΑΣΤΡΟ
Σε μικρή απόσταση νοτίως της καμπής της Κοιλάδας Ποτάμι, προς νότο υψώνεται ο λόφος Οβριόκαστρο, του οποίου η κορυφή βρίσκεται 315 μ. υψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας. Παλαιότερα ήταν κατάφυτος. Οι πλαγιές του λόφου είναι σχετικά απότομες, με εξαίρεση εκείνη που βλέπει προς τα βορειοδυτικά, δηλαδή προς την Κερατέα, όπου η κλίση του εδάφους είναι, συγκριτικά, λιγότερο έντονη, Ο λόφος δεσπόζει στην περιοχή, από δε την κορυφή του μπορεί κανείς να παρατηρεί κυκλικά την Κοιλάδα Ποτάμι και τα βουνά της βόρειας Λαυρεωτικής, όλη σχεδόν την έκταση μέχρι τον κόλπο της Αναβύσσου καθώς και τον Σαρωνικό, την πεδιάδα που απλώνεται μέχρι το Πάνειον όρος και την Κερατέα, μεγάλο μέρος των Μεσογείων μέχρι τους πρόποδες του Υμηττού και της Πεντέλης, τους χαμηλούς λόφους μέχρι το Μαυροβούνι και την Μερέντα στα βόρεια, καθώς και το νότιο Ευβοϊκό στα ανατολικά, όπου υπάρχουν οι όρμοι Κακή Θάλασσα και Δασκαλιό. Ο λόφος γενικά, λόγω της θέσης και της μορφής του, έχει σαφώς σημασία στρατηγική. Στη νότια πλαγιά του λόφου -που είναι και η πλέον επικλινής- βρέθηκαν στην επιφάνεια του εδάφους άφθονα τεμάχια (όστρακα) προϊστορικών αγγείων καθώς και πολλούς οψιανούς. Όλα παραδόθηκαν εν συνεχεία στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λαυρίου.
Τα αγγεία ανήκουν στην Τελική Νεολιθική περίοδο (3.500 -3.000 π.Χ.), και στην Πρωτοελλαδική Ι (3.000 – 2.800), ένα δε απ’ αυτά στη Μεσοελλαδική (2.000 – 1.600). Οι οψιανοί είναι θραύσματα εργαλείων, διάφορες λεπίδες, μικρές αιχμές βελών και πολλά απολεπίσματα. Στην ίδια πλαγιά ανακαλύφθηκαν επίσης δύο ορύγματα που είναι πιθανότατα τα στόμια μικρών υπογείων μεταλλευτικών στοών, δηλαδή γαλαρίες. Επιφανειακά ερείπια κτισμάτων της Προϊστορικής περιόδου δεν εντοπίστηκαν. Στο ανώτερο μέρος του λόφου σώζονται τα ερείπια ενός αρχαίου οχυρού (κάστρου), σ’ αυτά δε οφείλεται, όπως είναι ευνόητο, η ονομασία του. Το οχυρό ορίζεται από τείχος που είναι κτισμένο με ακανόνιστους πλακοειδείς, ως επί το πλείστον, λίθους, διαφόρων μεγεθών, με τη μέθοδο της ξερολιθιάς. Ο χώρος που περικλείει, έχει σχήμα ωοειδές με διαμέτρους 120 μ. τη μεγάλη και 70 περίπου τη μικρή. Το πάχος του τείχους είναι 1,60 μ. περίπου, το δε σωζόμενο ύψος του κυμαίνεται γύρω στο 1 μ. Κατά το βορειοδυτικό τμήμα του περιβόλου των τειχών σώζεται πύλη πλάτους 2,20 μ., που προστατεύεται από δύο ορθογώνιους εξωτερικούς πύργους, ένα σε κάθε πλευρά της.
Το πλάτος του κάθε πύργου φθάνει τα 3,50 μ.
Κατά τη δυτική πλευρά του οχυρού υπάρχει ένα εκτεταμένο προτείχισμα που επεκτείνει τον οχυρωμένο χώρο προς τα δυτικά κατά ίση σχεδόν έκταση με εκείνη που είχε αρχικά. Το προτείχισμα έχει κατασκευασθεί με τρόπο και με υλικά που είναι ίδια με εκείνα του τείχους του κυρίως οχυρού, το πάχος του όμως είναι κατά τι μικρότερο και κυμαίνεται γύρω στο 1 μ. Σε ορισμένα τμήματα του είναι κατεστραμμένο. Κατά το βορειοδυτικό τμήμα του προτειχίσματος υπάρχει άνοιγμα πύλης, το οποίο όμως δεν προστατεύεται από πύργους. Η πύλη αυτή βρίσκεται σε αξονική αντιστοιχία με την πύλη του τείχους.
Σήμερα, το εσωτερικό του οχυρού αλλά και του προτειχίσματος καλύπτεται από πυκνή βλάστηση σχίνων και άλλων θάμνων, με αποτέλεσμα η επιφάνεια του εδάφους σε μεγάλη έκταση να μην είναι ορατή. Παρά ταύτα, από αυτά που φαίνονται εδώ και εκεί, είναι σαφές, ότι στο κυρίως οχυρό τουλάχιστον υπάρχουν ερείπια κτιρίων, διαφόρων μεγεθών και τύπων, που θα χρησίμευαν ασφαλώς για τη διαμονή εκείνων, που έμεναν εκεί μονίμως ως φρουρά ή μόνο σε περίπτωση κινδύνου εχθρικών επιδρομών. Παρόμοια ερείπια υπάρχουν επίσης και κατά το δυτικό (το χαμηλότερο) τμήμα του χώρου που περικλείει το προτείχισμα καθώς και έξω από το κυρίως οχυρό, σε μικρή απόσταση από τη νότια πλευρά του.
Στον περιτειχισμένο χώρο, γενικά, μπορεί κανείς να βρει σποραδικά θραύσματα αγγείων και τεμάχια κεραμίδων, που δείχνουν ότι το οχυρό θα πρέπει να οικοδομήθηκε κατά τους τελευταίους Ελληνιστικούς ή κατά τους πρώτους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Για το είδος και την ακριβή χρονολόγηση του οχυρού δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Οι ειδικοί έχουν διατυπώσει κατά καιρούς διάφορες απόψεις για το Οβριόκαστρο, επικρατέστερη όμως κατά τη γνώμη μας είναι εκείνη του Αμερικανού αρχαιολόγου Ε. Vanderpool, σύμφωνα με τον οποίο το οχυρό κατασκευάσθηκε ίσως από τους δούλους των μεταλλείων του Λαυρίου κατά τα τέλη του Β’ αι. π.Χ. Την εποχή αυτή ξέσπασαν μεγάλες επαναστάσεις εναντίον των Ρωμα επαναστατική δε κίνηση έφθασε και στην Ελλάδα, η οποία τότε είχε ήδη κατακτηθεί πλήρως από τους Ρωμαίους. Το 134 π.Χ., σύμφωνα με τον Αθηναίο, οι δούλοι των μεταλλείων του Λαυρίου επαναστάτησαν, κατέλαβαν το οχυρό του Σουνίου και λεηλατούσαν την Αττική επί τέσσερα περίπου χρόνια. Οι επαναστάτες βέβαια κατέχοντας μόνο το οχυρό του Σουνίου ήταν ασφαλούς ευάλωτοι, φαίνεται λοιπόν ότι έκτισαν εν τάχη και ένα δεύτερο οχυρό στην κορυφή του στρατηγικού λόφου του Οβριόκαστρου, ακριβώς για να μπορούν (α) να ελέγχουν την κύρια χερσαία οδό που οδηγούσε από την Αθήνα προς το λιμάνι του Θορικού και προς το Σούνιο, (β) να επιτηρούν τις κινήσεις των αντιπάλων τους και (γ) να προβάλλουν μια πρώτη άμυνα σε περίπτωση επίθεσης. Οι οριστικές απαντήσεις σ’ αυτές τις υποθέσεις θα δοθούν φυσικά μόνο με την ανασκαφική έρευνα του οχυρού, η οποία ασφαλώς θα ρίξει φως και σε άλλα θέματα της τοπικήςιστορίας.
Λόγω των αρχαιοτήτων του, ο λόφος Οβριόκαστρο περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου μέσα στον κηρυγμένο ευρύτερο Αρχαιολογικό Χώρο της Λαυρεωτικής, το δε αρχαίο οχυρό έχει ενταχθεί μέσα στην Ζώνη Α του χώρου (ΦΕΚ 1.070/τευχ. Β/1-6-1995). Μέσα σ’ αυτή τη Ζώνη, που είναι απολύτου προστασίας, δεν επιτρέπεται οιαδήποτε κατασκευή ή αλλοίωση. Η ίδια περίπου απαγόρευση ισχύει σύμφωνα με το Νόμο και για μια έκταση ακτίνας 500 μέτρων γύρω από το αρχαίο οχυρό.
Τα στοιχεία προέρχονται από την ανακοίνωση των αρχαιολόγων Ευάγγελου Κακαβογιάννη και της Ολγας Κακαβογιάννη, «Τα μνημεία της περιοχής οβριοκάστρου του Δήμου Κερατέας», Δ’ επιστημονική συνάντηση ΝΑ Αττικής, Καλύβια Αττικής, 1-3 Δεκεμβρίου 1989.
ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ – ΣΗΜΕΙΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ
ΣΠΗΛΑΙΟ ΚΕΡΑΤΕΑΣ
Στα ΝΔ της Κωμόπολης Κερατέας, στα Νότια πλευρά του βουνού Κερατοβούνι και σε υψόμετρο 548 μ., διανοίγεται το σπήλαιο Κερατέας.
Είναι διώροφο και χωρίζεται σε 3 επιμήκη παράλληλα τμήματα από ωραίες κολώνες, σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Στη φαντασμαγορία του σπηλαίου συμβάλλουν και οι μικρές υδατοσυλλογές με κατακάθαρα νερά, που βρίσκονται σε 4 σημεία του. Από το πρώτο τμήμα, με απότομη ανάβαση 5 περίπου μέτρων, αρχίζουν διαδοχικά τα άλλα τρία διαμερίσματα με κατηφορικό δάπεδο.
Το τελευταίο βαραθρώδες, διατηρεί στον πυθμένα του νερά με βάθος ανάλογα με την εποχή. Είναι το βαθύτερο σημείο του σπηλαίου, με υψομετρική διαφορά από την είσοδο του 28 μ.
Το μήκος του σπηλαίου είναι 60 μ., το πλάτος του 35 και το ύψος οροφής του κυμαίνεται από 5 – 10 μ. Αν και δεν έχουν γίνει ανασκαφές, για να χαρακτηρισθεί τόπος λατρευτικός, όμως αυτό δεν αποκλείεται, γιατί ανάμεσα σε φερτά υλικά του δαπέδου του πρώτου τμήματος βρέθηκε μικρό πήλινο δοχείο σπασμένο. Είναι ένα από τα σπήλαια που κάποτε επισκέφθηκε και ο λόρδος Βύρων για αυτό έχει και την ονομασία
ΣΠΗΛΑΙΟ ΛΟΡΔΟΥ ΒΥΡΩΝΑ.
Μάλιστα κατά την επίσκεψη του εκεί ο λόρδος Βύρων βρέθηκε σε αρκετά δύσκολη θέση, όταν ο φωτισμός με δάδες που διέθετε έσβησε και βρέθηκε στο απόλυτο σκοτάδι να ψάχνει μαζί με τους συνοδούς του την έξοδο. Τελικά τα κατάφεραν χωρίς να πάθουν κάποιο ατύχημα, αλλά με αφορμή αυτό το περιστατικό επισημαίνεται ότι απαιτείται μεγάλη προσοχή και σεβασμός όταν επισκεπτόμαστε ένα σπήλαιο γιατί πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να μας συμβεί κάποιο ατύχημα και να θέσουμε σε κίνδυνο την ζωή μας.
Το καλύτερο λοιπόν που έχουμε να κάνουμε είναι να αποκτήσουμε την κατάλληλη εκπαίδευση σε κάποιον από τους υπάρχοντες σπηλαιολογικούς συλλόγους και οπωσδήποτε τον απαραίτητο εξοπλισμό για την ασφάλεια μας, εφόσον θέλουμε να το επισκεφθούμε.
ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ
Πρόκειται για ευρύχωρο κοίλωμα με χαμηλή και πλατειά είσοδο, που θυμίζει παρατηρητήριο χωρίς να είναι ορατό από απόσταση.
Βρίσκεται στα πρόβουνα του όρους Θορικού στην περιοχή Λαυρίου. Το όνομά το χρωστά στον άλλοτε χωροφύλακα και μετά λήσταρχο Κίτσο, που το χρησιμοποιούσε για κρησφύγετο με την εξαμελή συμμορία του. Με τη μεσολάβηση υψηλών προσώπων, ξανά κατατάσσεται στη χωροφυλακή με τους συντρόφους του, αλλά και πάλι παίρνει τα βουνά και γίνεται ο φοβερός βασιλιάς της περιοχής.
Οι πλούσιοι επιχειρηματίες του Λαυρίου, Jean Baptiste Serpieri και λοιποί, του έδιναν μεγάλα χρηματικά ποσά, για την προστασία τους από άλλους ληστές.