facebook twitter youtube googleplus
on/off

KremastiFolklore: Traditional Costume of Zarakas

1. Ανδρική:Η ανδρική φορεσιά που φοριόταν στο Ζάρακα, μέ-χρι τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν η γνωστή, σ’ όλη σχε-δόν την Ελλάδα, φουστανέ-λα. Χωριζόταν στην επίσημη και την καθημερινή ενδυμα-σία.Η επίσημη φορεσιά ήταν η φουστανέλα. Έτσι ονόμα-ζαν όλη την περιβολή. Εσω-τερικά φορούσαν το βρακί, δηλαδή ένα άσπρο παντελό-νι που έδενε στη μέση με τη βρακοζώνα, ήταν φαρδύ με φουφούλα πίσω ψηλά, προς τα κάτω στένευε κι έφτανε ως τον αστράγαλο. Ήταν υφα-σμένο από πρόβειο μαλλί και είχε άσπρο χρώμα. Από πάνω φορούσαν, το χειμώνα κυρί-ως, μια αργαλένια άσπρη φα-νέλα από ψιλό πρόβειο γνέ-μα με μανίκια. Ο λαιμός ήταν ανοιχτός ή κούμπωνε με ένα κουμπί. Τα μανίκια της φανέ-λας, ορισμένες φορές, ήταν διακοσμημένα στις άκρες τους, ώστε αν ο άντρας χό-ρευε μπροστά και σήκωνε το χέρι, θα κατέβαινε το φαρδύ μανίκι του πουκάμισου και θα φαινόταν ο διάκοσμος. Επί-σης φορούσαν και το πουκά-μισο. Ήταν αργαλένιο ή, αρ-γότερα, του εμπορίου, βαμ-βακερό, άσπρο με γιακά και είχε πολύ φαρδιά μανίκια. Στη μέση φορούσαν τη φου-στανέλα που έφτανε ως το γόνατο και λίγες φορές πιο κάτω από αυτό. Ήταν κάτα-σπρη και θεωρούνταν καλή αν είχε πολλές δίπλες ή πτυ-χές. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν το γελέκι. Τις πε-ρισσότερες φορές ήταν αμά-νικο, κούμπωνε σταυρωτά μπροστά με ξύλινα κουμπιά ή κουμπιά πλεγμένα με νή-μα, είχε μπλε χρώμα με μαύ-ρο γαϊτάνι και πλούσιο διάκο-σμο από μαιάνδρους και γε-ωμετρικά σχήματα, που μπο-ρούν να θεωρηθούν πραγμα-τικά αριστουργήματα υφα-ντικής. Ωστόσο υπήρχαν και γελέκια που κούμπωναν ίσα μπροστά ή γελέκια με μανίκια που συνήθως κρέμονταν πί-σω και τα οποία, όταν φοριό-νταν, συγκρατούνταν στους αγκώνες και στους ώμους. Λέγονταν φέρμελες ή μιτά-νια. Τα γελέκια, εκτός από το μπλε, είχαν κι άλλους χρωμα-τισμούς, όπως κόκκινο, πρά-σινο, άσπρο, μαύρο, κλπ. Το γαϊτάνι, κατά κύριο λόγο ήταν μαύρο, αλλά υπήρχαν και χρυσογάιτανα γελέκια, κυ-ρίως τα γαμπριάτικα των εύ-πορων ανδρών και συνδυά-ζονταν με κόκκινη ή πράσινη τσόχα. Τα γελέκια ήταν συνή-θως του εμπορίου, αλλά πο-λύ παλιότερα ήταν χειροποί-ητα από τις Ζαρακίτισσες νοι-κοκυρές. Στη μέση έδεναν το ζωνάρι, ένα μακρόστενο κομ-μάτι μάλλινο ύφασμα αρκε-τών μέτρων, το οποίο τύλι-γαν γύρω από τη μέση πολ-λές φορές. Στις στενές άκρες του είχε κρόσσια. Η μια άκρη του ζωναριού μερικές φορές κρεμόταν. Το χρώμα του ήταν κόκκινο, μαύρο ή ριγέ με γα-λάζιες ή μοβ και άσπρες κά-θετες ρίγες. Μερικοί έβαζαν το σταυρογελέκι μέσα από το ζωνάρι, αλλά τις περισσό-τερες φορές το άφηναν απ’ έξω. Μερικές φορές πάνω στο ζωνάρι έδεναν και το σι-λάχι. Το σιλάχι ήταν ένα ορ-θογώνιο δερμάτινο κομμάτι το οποίο κάλυπτε το μπροστι-νό μέρος της μέσης. Δενόταν με δερμάτινα επίσης λουριά. Σ’ αυτό έβαζαν χρήματα και όπλα. Στα πόδια φορούσαν ή μάλλινες πλεχτές κάλτσες ή τις λεγόμενες πίγκιες. Οι πί-γκιες ήταν φύλλα από ύφα-σμα τα οποία έδεναν στις γά-μπες και κάλυπταν όλο το πό-δι ως και το γόνατο. Μια τρι-γωνική υφασμάτινη γλώσσα επίσης κάλυπτε το άκρο πό-δι, πάνω από το τσαρούχι. Εί-χαν πάντα τον ίδιο χρωματι-σμό και διάκοσμο με το γε-λέκι. Οι πίγκιες πολλές φο-ρές ήταν από τσόχινο ύφασμα και σκληρές και ονομάζονταν γκέτες ή τίρκια. Η λέξη πίγκι-ες είναι αρβανίτικης προέλευ-σης, μιας και στο Ζάρακα και ιδιαίτερα στα χωριά Κυπαρίσ-σι, Χάρακας, Πιστάματα, Φρέ-γκρα (Λαμπόκαμπος) και Ρη-χιά ομιλούνταν και τα Αρβα-νίτικα. Στα άλλα χωριά, δη-λαδή Γέρακας με τους συνοι-κισμούς του, Κουπιά και Κρε-μαστή η διάλεκτος αυτή εγκα-ταλείφθηκε γρηγορότερα απ’ ότι στα πρώτα χωριά, ωστό-σο τα Αρβανίτικα ομιλούνταν και σ’ αυτά τα χωριά. Αντίθετα στον Άγιο Δημήτριο και στο Γκιότσαλι δεν χρησιμοποι-ήθηκαν ποτέ τα Αρβανίτικα από τους ντόπιους. Στο γόνα-το και πάνω από τις κάλτσες ή τις πίγκιες, έδεναν τις γονα-τάρες, που ήταν κορδόνια με φούντες που κρέμονταν στο έξω μέρος του ποδιού. Στα πόδια φορούσαν τα Αρβανί-τικα τσαρούχια με τη μαύρη φούντα μπροστά. Στο κεφά-λι φορούσαν το κόκκινο φέ-σι με τη μαύρη ή μπλε φού-ντα. Ημιεπίσημο ένδυμα ήταν η μπόλκα, ένδυμα σκούρου χρώματος χωρίς μανίκια ή με μανίκια σπανιότερα, που κού-μπωνε μπροστά με κουμπιά.Η καθημερινή φορεσιά, σαφώς ήταν πιο απλή. Περι-ελάμβανε εσωτερικά το γνω-στό βρακί, σε άσπρο χρώ-μα με τη φουφούλα, για το οποίο ισχύουν τα ίδια με το επίσημο ένδυμα, και το λευ-κό πουκάμισο με τα φαρδιά μανίκια, παλιότερα. Φορού-σαν και πουκαμίσα άσπρου ή γεράνιου (γαλάζιου) χρώμα-τος που κουμπώνανε τα μα-νίκια. Εσωτερικά φορούσαν και την άσπρη φανέλα, χω-ρίς το διάκοσμο στις άκρες των μανικιών. Επιπλέον, φο-ρούσαν και το γελέκι. Ήταν μαύρο, αμάνικο, χωρίς διάκο-σμο και κούμπωνε σταυρω-τά η δεν είχε καθόλου κου-μπιά. Αυτό το γελέκι ήταν αρ-γαλένιο από χοντρό πρόβειο γνέμα της νεροτριβής. Πάνω από το βρακί φορούσαν το λεγόμενο μπονοβράκι. Ήταν υφασμένο στον αργαλειό από πρόβειο μαλλί και σε άσπρο (σπάνια μαύρο) χρώμα. Είχε φουφούλα πίσω και στένευε προς τα κάτω, ως τον αστρά-γαλο. Έδενε στη μέση με τη βρακοζώνα. Στα πόδια φο-ρούσαν τα απλά τσαρούχια, χωρίς τις φούντες, τα λεγό-μενα γουρνοτσάρουχα, που τα έφτιαχναν από το δέρμα του γουρουνιού ή του βο-διού. Στο κεφάλι έδεναν μαύ-ρο μαντήλι, με συγκεκριμέ-νο τρόπο, την μπόλια. Οι τσο-πάνηδες μάλιστα φορούσαν και μαύρο πλεχτό σκουφάκι. Επίσης φορούσαν και μπόλ-κες. Για πανωφόρι, το χει-μώνα, φορούσαν την καπό-τα από χοντρό γιδίσιο γνέ-μα υφασμένο στον αργαλειό και επεξεργασμένο στη νερο-τριβή με μανίκια και κουκού-λα. Την Άνοιξη, οι τσοπάνη-δες κυρίως φορούσαν την κο-ζιόκα ή καμιζόλα. Το καλο-καίρι μόνο την πουκαμίσα και το άσπρο βρακί. Όταν έμπαι-ναν σε χωριό φορούσαν και το μπονοβράκι. Τέλος, ο τσο-πάνης φορούσε και το καπε-ρώνι. Ήταν κι αυτή πανωφό-ρι, χοντρό από τράγιο μαλλί με κουκούλα. Οι βοσκοί τυ-λίγονταν μ’ αυτή και κοιμού-νταν στην ύπαιθρο.1. Γυναικεία:Και η γυναικεία φορεσιά χωριζόταν σε επίσημη ή γιορ-τινή και καθημερινή. Η ενδυ-μασίες που θα περιγραφούν φοριόνταν ως τις αρχές του 20ου αιώνα.Η επίσημη γυναικεία ενδυ-μασία περιελάμβανε εσωτε-ρικά το πουκάμισο, το οποίο ήταν λευκό, βαμβακερό, αρ-γαλένιο, μακρύ ως τον αστρά-γαλο και πιο κάτω, με μακριά μανίκια. Ορισμένες φορές, τα μανίκια και η τραχηλιά, που καλύπτει το στέρνο και το στή-θος, ήταν κεντημένα. Εσωτε-ρικά επίσης φορούσαν και το βρακί που ήταν άσπρο, βαμ-βακερό, αργαλένιο, μακρύ ως τον αστράγαλο, στενό κάτω και φαρδύ προς τα πάνω και έδενε με βρακοζώνα στη μέ-ση. Από τη μέση και πάνω φο-ρούσαν το μπούστο. Το μπού-στο συγκρατούσε από κάτω το στήθος και φοριόταν εσωτε-ρικά. Δεν κάλυπτε το στήθος, ώστε να φαίνονται τα κεντή-δια της τραχηλιάς. Από πάνω φορούσαν ένα μακρύ φόρε-μα με έντονα και ζωηρά χρώ-ματα (πράσινο, κίτρινο, κ.α.) και πολύχρωμο, με δαντέλες και κεντήδια, μακριά μανίκια και κάλυπτε συνήθως το στή-θος. Μπορεί πάλι το φόρεμα να ήταν μακρύ με σκούρα αλ-λά κυρίως με ζωηρά χρώματα, όχι όμως πολύχρωμο, με κε-ντήδια και μακριά μανίκια κε-ντημένα στις άκρες. Ήταν ανοι-χτό στο στήθος για να φαίνε-ται η κεντημένη τραχηλιά του πουκαμίσου και τα μανίκια του πουκαμίσου ήταν λίγα δάκτυ-λα πιο μακριά από του φορέ-ματος. Επίσης μπορεί να φο-ρούσαν ένα μακρύ φουστάνι πάλι σε ζωηρά χρώματα και από πάνω κοντογούνι με μα-κριά μανίκια, που δεν κάλυπτε το στήθος και κούμπωνε κάτω από το στήθος. Στη μέση έδε-ναν, τις περισσότερες φορές, ποδιά. Ήταν, κατά κύριο λόγο, σε άσπρο χρώμα και ιδιαίτερα κεντημένη, κυρίως στο κάτω μέρος και στις άκρες της. Άλλη επίσημη φορεσιά περιελάμβα-νε ένα μακρύ φαρδύ φουστά-νι και από επάνω το τσιπούνι ή σεγκούνι, που κούμπωνε και ήταν στενό από τη μέση ως το λαιμό, είχε μακριά μανίκια και, από τη μέση και κάτω, περίσ-σευε μερικούς πόντους χωρίς να κουμπώνει και φάρδαινε. Πάνω απ’ όλα φορούσαν το γιουρντί, κυρίως το χειμώνα και όταν έκανε κρύα. Το γιουρ-ντί ήταν μαύρο με κόκκινο γαϊ-τάνι στην άκρη του, αμάνικο και έφτανε ως πιο πάνω από το γόνατο και ήταν επεξεργα-σμένο στη νεροτριβή για να γί-νει μαλακό. Σε σπάνιες περι-πτώσεις, όταν η γυναίκα που το φορούσε ήταν εύπορη, το διακοσμούσε περισσότερο. Από τη μέση και κάτω γινό-ταν λίγο πιο φαρδύ. Στις άκρες κρέμονταν, μερικές φορές, μι-κρές φούντες. Δεν κούμπω-νε. Στο κεφάλι φορούσαν ένα λευκό μαντήλι, τη μπόλια, αρ-γαλένια, μ’ ένα κόκκινο στο-λίδι στην άκρη, οι νέες κυρί-ως. Έπαιρναν το μαντήλι, το έκαναν τριγωνικό, το έφερναν μπροστά στο μέτωπο, έπιαναν τις δυο άκρες και το έδεναν πί-σω από το κεφάλι στο σβέρ-κο και έπειτα άφηναν τις δυο άκρες του μαντηλιού από πί-σω να πέσουν μπροστά στο στέρνο. Οι παντρεμένες και μεγαλύτερης ηλικίας γυναί-κες φορούσαν μαντήλια διά-φορων χρωμάτων, κυρίως κί-τρινα, τα τσεμπέρια, και οι χή-ρες πάντα μαύρα μαντήλια. Τα μαντήλια ήταν, αρκετές φορές, κεντημένα και διακοσμημένα με λουλούδια ή άλλα σχήμα-τα, εκτός από τα μαύρα μα-ντήλια. Οι γριές φορούσαν και μαύρα αλλά και άλλου χρώματος μαντήλια. Οι γρι-ές ή έβαζαν το μαύρο μαντή-λι στο κεφάλι και άφηναν τις δυο άκρες να κρέμονται, χω-ρίς να το δένουν, ή κάλυπταν μαζί με το κεφάλι και το λαιμό. Οι χήρες κάλυπταν και το λαι-μό με τα μαντήλια. Έκαναν τρι-γωνικό το μαντήλι, το έφερναν μπροστά στο μέτωπό τους, και μετα πέρναγαν τις ακρες του μαντηλιού σταρυρωτά μπρο-στά από το λαιμό και τις έδε-ναν πίσω στον αυχένα.

Οι πιο εύπορες γυναίκες φορούσαν στο κεφάλι φέσι, το λεγόμενο παπάζι, κόκκινου χρώματος με μακριά φούντα μαύρη ή γαλάζια. Το παπάζι το φορούσαν σπαστό και η φού-ντα κρεμόταν πάντα στο πλάι. Τα μαλλιά συνήθως τα έκαναν πλεξίδες. Στα πόδια φορού-σαν τις αναβρυτιώτικες βα-κέτες, δερμάτινα υποδήματα με γλώσσα ή λουράκι μπρο-στά. Ονομάζονται έτσι γιατί τα αγόραζαν από την Αναβρυτή του Ταϋγέτου, όπου υπήρ-χε αναπτυγμένη βυρσοδε-ψία. Για στολίδια έβαζαν στο λαιμό, οι πιο πλούσιες κυρί-ως, γιορντάνια, δηλαδή μικρά λουράκια στα οποία κρεμού-σαν φλουριά ή μικρά τριγω-νικά σχήματα με τρύπα για να περνά το λουράκι, σε αρκετές σειρές που κάλυπταν το στή-θος. Από στολίδια και βαψίμα-τα μόνο οι πλούσιες καλλωπί-ζονταν και σπάνια. Γενικότερα, η ενδυμασία της αρχόντισσας ή της εύπορης γυναίκας ήταν πολυτελέστερη. Επίσημο γυ-ναικείο ένδυμα ήταν και η μπε-λερίνα, ένα είδος ολόσωμου φουστανιού. Το ότι φοριόταν αυτό το ένδυμα στο Ζάρακα μαρτυρεί το γνωστό ωραίο Πι-σταμιώτικο τραγούδι της Ελε-νιώς, σε ρυθμό καλαματια-νού: «…Για σήκω πάνω, Ελε-νιώ, φόρα τη μπελερίνα, γιατί ήρθε τηλεγράφημα να γίνεις υπουργίνα…».Η καθημερινή ενδυμασία ήταν πολύ πιο απλή. Κι εδώ οι γυναίκες φορούσαν εσω-τερικά το βρακί και το μακρύ πουκάμισο, χωρίς κεντήδια όμως στην τραχηλιά και στα μανίκια. Από τη μέση και πά-νω φορούσαν το σακάκι από βαμβακερό γνέμα. Ήταν δί-χρωμο με ρίγες: άσπρο ή γεράνιο, άσπρο ή κόκκινο, άσπρο ή κίτρινο. Είχε μανί-κια και γιακά και κούμπωνε με κουμπιά ως το λαιμό. Από τη μέση και κάτω φορούσαν το φουστάνι σε διάφορα χρώ-ματα, βαμβακερό αργαλένιο. Κούμπωνε στη μέση με κου-μπί. Για το κρύο, φορούσαν από πάνω το γιουρντί. Ήταν όμως πιο απλό από το επίση-μο. Δεν είχε ούτε γαϊτάνι, ού-τε κεντήδια. Είχε απλώς μαύ-ρο χρώμα και, μερικές φορές, μικρές φούντες στις άκρες. Ακόμη φορούσαν και ποδιά. Είχαν διάφορους χρωματι-σμούς και σχήματα, κυρίως ρίγες οριζόντιες σε διάφορους χρωματισμούς, αλλά υπήρ-χαν και μονόχρωμες ποδιές. Στα πόδια φορούσαν απλά γουρνοτσάρουχα. Στο κεφά-λι φορούσαν ένα μαντήλι που το έκαναν φακιόλι. Ήταν μα-ντήλι απλό, μονόχρωμο, το οποίο έκαναν τριγωνικό και έδεναν τις δυο άκρες του στον αυχένα ή τις περνούσαν από τον αυχένα σταυρωτά και τις έδεναν ψηλά στο μέτωπο. Άλ-λες φορές το έδεναν έτσι ώστε να καλύπτει το λαιμό, άλλες φορές το έβαζαν στο κεφάλι και άφηναν τις δυο άκρες του να κρέμονται και άλλες φορές το έδεναν έτσι ώστε να καλύ-πτει το κεφάλι, το λαιμό και το στόμα ως τη μύτη. Το κε-φαλοδέσιμο αυτό το έκαναν κυρίως οι γριές το χειμώνα.

Πηγές: Ρουμελιώτης Παναγιώτης,

Λαογραφικά των χωριών του Ζάρακα της Επιδαύρου Λιμηράς Λακωνίας,

Αθήνα 1996Επιτόπια έρευνα και αυτοψία σε ενδυμασίες

Write your comment.