Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια γριά κι είχε ένα γιο. Τον λέγανε Κουτρουλό.
Μια μέρα, που δεν είχανε ούτε ψωμί να φάνε, του λέει η μάνα του:
«Βρε, παιδί μου, πάρε το γάιδαρό σου να πάς να τον φορτώσεις κλαδιά, να τα πουλήσεις να πάρουμε λιγάκι ψωμί να φάμε».
Και το Κουτρουλό της λέει:
«Στρώσε μου τα γάιδαρο, δώσ’ μου την αξίνη, κάτσε με κι απάνω, να πάω να κόψω κλαδιά».
Όλα του τα ’κανε η μάνα του και ξεκίνησε το Κουτρουλό για τα κλαδιά.
Όταν έφτασε στ’ Αγριολιβάδι, εκεί δα στην άμμο, είδε ένα χρυσό ψαράκι που σπαρταρούσε και δεν μπορούσε να μπει μέσα στη θάλασσα. Αυτός το λυπήθηκε, κατεβαίνει από το γάιδαρο, το σπρώχνει με το δάχτυλό του και το ρίχνει στη θάλασσα. Τότε του λέει το ψαράκι:
«Τι θέλεις να σου κάνω γι’ αυτή τη χάρη που μου ’καμες;»
«Ό,τι πω να γίνεται», λέει το Κουτρουλό.
«Άμε, κι ό,τι πεις να γίνεται», λέει το ψαράκι.
Αυτός, αφού πήγε παρακεί, ήθελε να δοκιμάσει αν του είπε την αλήθεια το ψαράκι και λέει: «Από μένα, το Κουτρουλό, ως εκείνο το ψαράκι, να βρεθεί ο γάιδαρός μου φορτωμένος κλαδιά κι εγώ να κάθομαι πάνω». Αμέσως, μόλις το είπε, βρέθηκε ο γάιδαρός του φορτωμένος κλαδιά κι εκείνος καθισμένος απάνω. Πιλαλούσε* λοιπόν το γάιδαρο κι όπως πήγαινε, πέρασε κι απ’ το παλάτι του βασιλιά.
Η βασιλοπούλα τον είδε από το παράθυρο, της φάνηκε γουστόζος κι έβαλε τα γέλια. Αυτός όμως θύμωσε και λέει: « Από μένα, το Κουτρουλό, ίσαμε κείνο το ψαράκι να βρεθεί η βασιλοπούλα γκαστρωμένη*!»
Από κείνη τη στιγμή η βασιλοπούλα έπεσε άρρωστη. Γιατροί μπαίνανε, γιατροί βγαίνανε, τη γιατρειά της δεν μπορούσανε να τη βρούνε.
Σε εννιά μήνες γέννησε ένα όμορφο κοριτσάκι. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα κοντεύανε να σκάσουνε από την ντροπή τους. Ούτε έξω δεν μπορούσανε να βγούνε. Και η κόρη δεν ήξερε τον πατέρα του παιδιού της.
Όταν έγινε το παιδί δυο χρονών, έβγαλε ντελάλη ο βασιλιάς, σ’ όλη την πολιτεία, και είπε να περάσουνε όλοι οι άντρες, μικροί μεγάλοι, απ’ το παλάτι. Δώσανε στο παιδί ένα μήλο και σ’ όποιον το έριχνε, αυτός θα ήταν ο πατέρας του.
Περάσανε λοιπόν όλοι οι άντρες του τόπου, μα το παιδί δεν έριχνε σε κανένα το μήλο. Στο τέλος, πέρασε και το Κουτρουλό κι αμέσως το παιδί του ρίχνει το μήλο.
Το παίρνει το Κουτρουλό κι ανεβαίνει στο παλάτι.
Όταν τον είδε ο βασιλιάς, θύμωσε, γιατί δεν ήθελε να κάνει τέτοιο γαμπρό κι αμέσως διατάζει και φτιάχνουν μια κασέλα, την αλείφουν με πίσσα, μέσα κι έξω, βάζουνε μέσα τη βασιλοπούλα με το παιδί και το Κουτρουλό, βάζουνε και δυο αρμαθιές σύκα, και τη ρίχνουνε στη θάλασσα.