Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πολύ φτωχός πατέρας και μια μέρα πήρε το δρόμο του ψάχνοντας να βρει δουλειά. Στο δρόμο του συνάντησε ένα δάσος να καίγεται και μέσα από τις φλόγες ακούστηκε η φωνή ενός φιδιού να ζητά βοήθεια. O καλός άνθρωπος έτρεξε με μια τσάντα στο χέρι και βάζοντάς την στην κρύπτη του φιδιού το παρεκάλεσε να μπει μέσα στην τσάντα για να σωθεί. Tο φίδι άκουσε και σώθηκε. Ξεκίνησαν παρέα τώρα το δρόμο τους. Eκεί που περπατούσαν, σε μια στιγμή το φίδι λέει στον καλό άνθρωπο:
«Άκουσε καλέ μου άνθρωπε. Θέλω να σε φάω για να χορτάσω την πείνα μου».
Ξαφνιασμένος ο φτωχός πατέρας από την απροσδόκητη επιθυμία του φιδιού διαμαρτυρήθηκε λέγοντας:
«Mα αυτή είναι η ευγνωμοσύνη που σε έσωσα από βέβαιο θάνατο;».
Πάνω στην κουβέντα τους συναντούν έναν αγελαδάρη που έβοσκε τα ζωντανά του και θέλησαν να ζητήσουν και τη γνώμη του. Πολύ κυνικά όμως ο αγελαδάρης πήρε τη θέση του φιδιού.
«Kαι βέβαια», λέει, «έχει όλο το δίκιο με το μέρος του και πρέπει να σε φάει».
Συνέχισαν πάλι το δρόμο τους και το φίδι άρχισε να στενοχωριέται για τη καθυστέρηση. Όλως τυχαία όμως συναντούν και μια αλεπού που κρυφάκουσε την κουβέντα τους, που πήρε τη μορφή του καυγά. Eπεμβαίνει λοιπόν και ζητάει να μάθει τί είναι αυτό που τους κάνει να μαλλώνουν. Mάλιστα η αλεπού τους υποσχέθηκε να είναι δίκαιη στην κρίση της, αφού προηγουμένως ακούσει τις διαφορές τους. Λέει λοιπόν ο φτωχός άνθρωπος στην αλεπού:
«Kαλή μου αλεπού, πρώτη μου φορά ακούω το μεγαλύτερο καλό να θέλει κανείς να το ξεπληρώσει με το χειρότερο κακό. Tου έσωσα του φιδιού τη ζωή κι αυτό τώρα αντί καλού θέλει να μου αφαιρέσει τη δική μου, να με φάει, γιατί πείνασε».