Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο αδέρφια, ένας πλούσιος κι ένας φτωχός. Μια μέρα ο φτωχός, έφυγε να πάει να βρει την τύχη του κι εκεί που περπατούσε νυχτώθηκε σε μια ερημιά. Ανέβηκε λοιπόν πάνω σ’ ένα δέντρο, μεγάλο, για να περάσει τη νύχτα του. Σε λίγο, να σου κι έρχονται σαράντα ληστές! Εκεί, κάτω από το δέντρο, ήτανε μία πλάκα και λένε οι ληστές: «Άνοιξε πλάκα!» Ανοίγει η πλάκα, μπαίνουνε όλοι μέσα κι ύστερα λένε: «Κλείσε πλάκα!», και με το λόγο η πλάκα έκλεισε.
Πέρασε η νύχτα και το πρωί βγήκαν οι ληστές κι έφυγαν. Κατεβαίνει τότε κι ο άνθρωπος μάνι μάνι από το δέντρο και λέει: «Άνοιξε πλάκα!» Ανοίγει η πλάκα, μπαίνει αυτός μέσα και τι να δει! Θησαυρό αμύθητο! Παίρνει γρήγορα όσες λίρες μπορούσε κι ύστερα, λέγοντας πάλι τον ίδιο λόγο, βγήκε έξω κι έφυγε.
Στο δρόμο του συνάντησε ένα γέρο που πουλούσε μπαμπάκι και του λέει: «Γέροντα, με βάζεις μέσα σ’ ένα σακί κι ολόγυρα να βάλεις μπαμπάκι, και να με φορτωθείς, να με πας στο χωριό μου;»
Ο γέροντας δέχτηκε. Τον έβαλε μέσα σ’ ένα μεγάλο σακί, έβαλε και το μπαμπάκι και την ώρα που έραβε το σακί στην κορυφή, να σου κι έρχονται οι σαράντα ληστές και λένε του γέρου: «Μας κλέψανε το χρήμα και θα ψάξουμε και το σακί σου». Βγάζουνε τα στιλέτα τους κι ήταν έτοιμοι να σκίσουνε το σακί. Τότε ο γέρος τους λέει: «Δε σας πήρα εγώ το χρήμα αλλά, αν δε με πιστεύετε, δώστε μου ένα μαχαίρι να το ξηλώσω εγώ το σακί μου κι όχι εσείς, γιατί θα μου το χαλάσετε».
Οι ληστές εμπιστεύτηκαν το γέροντα, παρατήσανε το σακί και φύγανε. Έτσι αυτός κουβάλησε τον άνθρωπο μέχρι στο χωριό του. Πήγε λοιπόν στο σπίτι του κι από κει και πέρα ζούσε πια μέσα στα πλούτη και στα μεγαλεία.
Ο αδερφός του όμως, ο πλούσιος, παραξενεύτηκε και τον ρώτησε:
«Πού τα βρήκες εσύ τόσα χρήματα;»
Ο φτωχός έκατσε και του τα είπε όλα. Κι αμέσως ο πλούσιος λέει: «Θα πάω κι εγώ!»
«Μωρέ, κάτσε καλά! Θέλεις να σε σκοτώσουνε οι ληστές;» του λέει ο αδερφός του, αλλά αυτός είχε πάρει την απόφασή του και δεν άκουγε τίποτα.
Ξεκίνησε λοιπόν και πήγε. Ανέβηκε πάνω στο δέντρο και όταν είδε τους ληστές να φεύγουν κατέβηκε και με το «άνοιξε πλάκα» μπήκε μέσα.. Όμως οι ληστές που έφυγαν ήτανε τριανταεννιά. Ο ένας είχε μείνει βαρδιάνος*, και μόλις είδε τον πλούσιο του λέει: «Ω, καλώς τονε τον κλέφτη! Ήρθες να πάρεις κι άλλα;» Τον κράτησε λοιπόν εκεί, ώσπου ήρθανε κι οι άλλοι. «Τώρα», του λένε όλοι μαζί, θυμωμένοι, «τι να σου κάνουμε;»
«Δεν σας έκλεψα εγώ. Ο αδερφός μου σας έκλεψε!» φώναξε αυτός.