facebook twitter youtube googleplus
on/off

Ν. ΚεφαλληνίαςBooks: Paramythi: San to alati

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρεις κόρες.

Μια μέρα ήθελε να φύγει για τον πόλεμο και κάλεσε τις θυγατέρες του να τις χαιρετήσει και να δει πόσο τον αγαπάνε.

Η πρώτη τονε φίλησε και του είπε πως τον αγαπάει «σαν τα μάτια της». Η δεύτερη του είπε «σαν τη ζωή της», κι η τρίτη του είπε πως τον αγαπάει «σαν το αλάτι».

Ν’ ακούσει ο βασιλιάς πως η μικρότερη κόρη του τον αγαπάει τόσο λίγο, θύμωσε και, πριν φύγει, την έδιωξε από το παλάτι.

Εκείνη, η κακομοίρα, άρχισε να γυρίζει από δω κι από κει και πουθενά δεν έλεγε την ιστορία της, γιατί ντρεπότανε που ήτανε βασιλοπούλα και την έδιωξε ο πατέρας της. Περπάτησε λοιπόν μέρες και νύχτες, ώσπου έφτασε σ’ ένα άλλο βασίλειο. Πήγε στο παλάτι και ζήτησε να την πάρουν να τους δουλεύει. Την πήρανε αλλά, από κουβέντα σε κουβέντα, το καταλάβανε πως είναι βασιλοπούλα και το είπανε στο βασιλόπουλο.

Εκείνο πήγε αμέσως και την είδε, έπιασε γνώρα μαζί της και, να μην τα πολυλογούμε, την αγάπησε και την πήρε γυναίκα του.

Κοντά να γίνει ο γάμος, η βασιλοπούλα παρακάλεσε τον άντρα της να στείλει να καλέσουνε στο δείπνο και τον δικό της πατέρα με τη βασίλισσα, χωρίς όμως να τους πούνε πως αυτή είναι η κόρη τους.

Το βασιλόπουλο, που αγάπησε πολύ τη νύφη για την εξυπνάδα της και για την ομορφιά της, δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι κι έστειλε κάλεσμα και στον πατέρα της το βασιλιά, μαζί με τη βασίλισσα, να έρθουν στο γάμο. Εκείνοι το δεχτήκανε ευχαρίστως και πήγανε.

Έγινε το μυστήριο -η νύφη έλαμπε από την ομορφιά της- κι ύστερα καθίσανε στο τραπέζι για το δείπνο. Η βασιλοπούλα τώρα, είχε πει στις δούλες της να φέρουν στον πατέρα της ανάλατο φαΐ. Του το βάλανε μπροστά του κι αρχίσανε να τρώνε. Όλοι τρώγανε στο τραπέζι με γέλια και χαρές, ο βασιλιάς όμως, μόλις δοκίμαζε κάτι, το άφηνε και ούτε πιρουνιά δεν έβαζε στο στόμα του.

«Γιατί, μεγαλειότατε, δεν τρώτε;» τον ρώτησε η νύφη.

«Μα, κόρη μου, να με συμπαθάτε, κάτι λείπει από τα φαγητά σας και δεν τρώγονται».

«Τι λείπει;»

«Λείπει το αλάτι». Και πώς μπορεί να φάει κανείς χωρίς αλάτι; Ποιος μπορεί να ζήσει χωρίς αλάτι; η ζωή του ανθρώπου είναι το αλάτι».

Κι όλο έλεγε επαίνους για το αλάτι.

Τότε η θυγατέρα του, του λέει:

«Μα εσύ δεν ήσουνα, βασιλιά μου, που κάποτε θύμωσες με την κόρη σου, επειδή σου είπε κι εκείνη ότι δεν υπάρχει καλύτερο πράμα στον κόσμο από το αλάτι;»

Τα ’χασε ο γέρο βασιλιάς και δεν ήξερε τι να πει. Και τότε η θυγατέρα του τρέχει, τον αγκαλιάζει και του λέει:

«Πατέρα μου, εγώ είμαι η κόρη σου, και καλά σου είπα ότι σ’ αγαπάω σαν το αλάτι! Να που ήρθες τώρα στα λόγια μου, γιατί το είδες κι εσύ».

Και του διηγήθηκε όλη την ιστορία της, πως βασανίστηκε γυρίζοντας εδώ κι εκεί, και πως τη γνώρισε το βασιλόπουλο και την πήρε, και πως τον κάλεσαν επίτηδες στο γάμο, για να τη δει.

Ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ, που ξαναβρήκε την κόρη του, και την πήρε μαζί με το γαμπρό, και πήγανε στο παλάτι του. Και ζήσανε καλά κι εμείς εδώ καλύτερα.

Read more

Write your comment.