facebook twitter youtube googleplus
on/off

M. AstypalaiaBooks: Paramythi-O papoutsis kai i vasilopoula

Μια φορά ήταν ένας παπουτσής και κατάφερε με την τέχνη του να γίνει πολύ πλούσιος. Έχτισε σπίτια, μαγαζιά, είχε δούλους, δούλες και ζούσε μια χαρά.

Μα ύστερα έκαμε τρεις κόρες, κι εκείνες το ρίξανε στο λούσο. Έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια, έφαγαν όλη την περιουσία του πατέρα τους, που την απόχτησε με κόπο και με ιδρώτα και τον έκαναν να περπατεί με μισό παπούτσι. Από πρωτομάστορας κατάντησε να γίνει μπαλωματής και να βγάζει μια δεκάρα, ίσα για να ζει το σπίτι του.

Μια μέρα πήγε ένας Εβραίος και του ζήτησε να του μπαλώσει το παπούτσι του και, σαν του το μπάλωσε, βγάζει και του δίνει ένα φλουρί. Μόλις είδε ο κακόμοιρος ο παπουτσής το φλουρί, του λέει: «Αφέντη μου, με υποχρέωσες. Ο κόπος μου κάνει μια δεκάρα και συ μου δίνεις ένα φλουρί!»

«Βρε αδελφέ», του λέει ο Εβραίος, «εγώ ήθελα και στο ’δωσα. Τι σε μέλλει εσένα;»

«Ας σου το δώσει λοιπόν ο Θεός απ’ αλλού, να ζήσω κι εγώ τα παιδάκια μου», του λέει ο παπουτσής.

«Έχεις παιδιά;»

«Αμέ! Έχω τρεις κόρες»

«Και, πώς ζείτε;»

«Ε, τι να κάνουμε; φτωχικά. Μεροκάματο, μεροφάγωτο».

«Βρε, καημένε»,του λέει τότε ο Εβραίος, «δεν αφήνεις το σπίτι σου, νά ’ρθεις μαζί μου, να σου δώσω χίλια φλουριά; Όμως, θα κάνουμε μια συμφωνία: Όταν με δεις ν’ ανοίξω ένα χαρτί και διαβάζω, ό,τι κι αν δεις, δε θα μιλήσεις».

Μόλις άκουσε ο παπουτσής χίλια φλουριά, του λέει: «Μπράβο, έρχομαι».

Του μετράει λοιπόν, ο καλός σου ο Εβραίος, τα φλουριά, τα παίρνει αυτός, τα πάει της γυναίκας του, και της λέει πως βρέθηκε ένας άνθρωπος και του έδωσε αυτά τα φλουριά, μα θα τον πάρει κάμποσες μέρες μαζί του, για συντροφιά, και κείνη να ’χει το νου της στο σπίτι, ώσπου να γυρίσει. Παίρνει από το σπίτι του ό,τι του χρειαζότανε, και πάει και βρίσκει τον Εβραίο κι αρχίζουνε τη στράτα τους. Πηγαίνανε, πηγαίνανε με κουβέντες, με γέλια, ώσπου φτάσανε σ’ ένα ψηλό βουνό. Εκεί, έβγαλε ο Εβραίος ένα χαρτί κι άρχισε να διαβάζει. Σώπασε ο καλός σου ο παπουτσής και, ξαφνικά, σκίζεται το βουνό και μπαίνουν μέσα. Προχωρούν προς τα κάτω και βρίσκουν έναν πύργο. Χτυπάει ο Εβραίος κι ανοίγει η πόρτα και βλέπουν μια κόρη μέσα, σαν το κρύο νερό, και λέει του Εβραίου, που ακόμα διάβαζε: «Βρε, αδερφέ, ακόμα δε βαρέθηκες να με τυραννάς;» Μετά, βγάζει το μαντίλι της και του το δίνει και, όσο διάβαζε ο Εβραίος, έβγαζε ένα-ένα ρούχο και του το έδινε. Ο παπουτσής έβλεπε, με δε μιλούσε. Περίμενε να δει τι θ’ απογίνει. Μα ύστερα πια, σαν είδε την κόρη κι έμεινε μόνο με το πουκάμισο, στενοχωρήθηκε και λέει του Εβραίου: «Μα εσύ δεν υποφέρεσαι. Θα γδύσεις το κορίτσι!» Και μόλις είπε αυτά τα λόγια, χάθηκαν από μπροστά του κι ο Εβραίος κι η κόρη.

Read more…

Write your comment.