facebook twitter youtube googleplus
on/off

M. PatmosBooks: Paramythi- I kura-gata i i kura-sumpethera

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχανε τρεις γιους. Κάποτε η βασίλισσα αρρώστησε. Γιατροί μπαίνανε στο παλάτι, γιατροί βγαίνανε, τη γιατρειά της δεν μπορούσανε να βρούνε. Στο τέλος πέθανε.

Από τον καιρό που πέθανε η βασίλισσα, ο βασιλιάς φτώχυνε, ώσπου στο τέλος αρρώστησε κι αυτός, πολύ βαριά. Τότε φώναξε τους τρεις γιους του και τους είπε:

«Παιδιά μου, καταλαβαίνω πως θα πεθάνω και σας φώναξα για να σας πω κάτι. Όπως ξέρετε, δεν είμαστε σαν και πρώτα. Φτωχύναμε κι εμείς και το βασίλειό μας και δεν έχω τίποτα να σας αφήσω, παρά μονάχα ένα χρυσό λουρί και τη γάτα μας».

Κι ύστερα, λέει στον πρώτο:

«Εσύ, γιε μου, τι θέλεις; Το χρυσό λουρί και την κατάρα μου ή τη γάτα και την ευχή μου;»

«Το χρυσό λουρί και την κατάρα σου, πατέρα μου», λέει αυτός.

Λέει στο δεύτερο τα ίδια.

«Το χρυσό λουρί και την κατάρα σου», του λέει κι αυτός.

Λέει και στον τρίτο τα ίδια.

«Εγώ, πατέρα μου, θέλω τη γάτα και την ευχή σου», λέει αυτός, και σκύβει, του κάνει μια μετάνοια, του φιλάει το χέρι και παίρνει την ευχή του. Αμέσως λοιπόν φέρανε τον παπά, τόνε μεταλάβανε κι ευθύς ξεψύχησε. Τoνε ξοδιάσανε και τoνε θάψανε σε τρεις μέρες.

Παίρνει ο πρώτος κι ο δεύτερος γιος το λουρί και φεύγουνε από κείνο το μέρος. Πουλήσανε το λουρί, φάγανε τους παράδες σε διάφορες παραλυσίες κι είχανε κακό τέλος.

Ας αφήσουμε αυτούς κι ας πιάσουμε το μικρό γιο.

H γάτα κάθε μέρα πήγαινε από τη μια, πήγαινε από την άλλη, έκλεβε ψωμιά, τυριά, ψάρια, πήγαινε στο κυνήγι, έπιανε κουνέλια, πουλιά, και τα πήγαινε του βασιλόπουλου και καλοπερνούσε.

Βλέπεις, «ευχή γονέων έπαρε και στο βουνό ανέβα».

Αλλά, μια φορά, αφού πέρασε ένας χρόνος, του έφερε η γάτα πολλά φαγιά και το βασιλόπουλο της έκανε την παρατήρηση:

«Γιατί φέρνεις τόσα πολλά φαγιά; Ποιος θα τα φάει όλ’ αυτά;»

Κι αυτή τότε του είπε:

«Σου ’φερα πολλά φαγιά, γιατί θα φύγω και θα κάνω δυο, τρεις μέρες να γυρίσω».

Το βασιλόπουλο στενοχωρήθηκε πολύ, που θα του έφευγε η γάτα, γιατί δεν ήξερε καμιά δουλειά να κάνει. Η γάτα όμως έφυγε και στο δρόμο που πήγαινε, συνάντησε ένα κοπάδι πέρδικες και της λένε:

«Καλώς την κυρα-γάτα μας. Για πού το ’βαλες;»

«Πάω, αγάπες μου, γιατί παντρεύεται το βασιλόπουλο κι είμαι καλεσμένη στο γάμο. Αν θέλετε κι εσείς να δείτε, ακολουθάτε με».

Read more…

Write your comment.