Μια φορά κι έναν καιρό δυο κορίτσια θέλανε να πάνε στα λάχανα, και λένε και της γειτονοπούλας τους αν θέλει να πάει μαζί τους. Η μάνα της γειτονοπούλας, που ήτανε δασκάλα, τους λέει:
«Ήθελα κι εγώ να ’ρθει μαζί σας η κόρη μου, να μαζέψει κι εκείνη κάμποσα λάχανα* να ξεσκάσει κιόλας, που είναι άβγαλτη, μα δεν ξέρει καθόλου από λάχανα, γιατί ποτέ της δεν έχει ξαναμαζέψει».
Και τα κορίτσια της λένε:
«Ας έρθει κι εμείς θα της δείχνουμε ποια πρέπει να βγάζει».
Έτσι λοιπόν, η δασκαλοπούλα αποφασίζει και πάει μαζί τους στην εξοχή για λάχανα. Σαν έφτασαν στα Λακιά της λένε: «Να βλέπεις εμάς τι λάχανα βγάζουμε και να βγάζεις κι εσύ με το μαχαιράκι σου».
Η δασκαλοπούλα έβγαλε δυο τρία, κι ύστερα έβλεπε τις άλλες που έβγαζαν πολλών λογιών λάχανα κι ήθελε κι εκείνη να βγάλει. Μα έλα που δεν ήξερε και φοβότανε μη βγάλει μαζί και φαρμακερά λάχανα…
Τότε αναγκάστηκε να τις ρωτάει κάθε λίγο και λιγάκι, για κάθε λάχανο που ήθελε να βγάλει. «Τι λάχανο είν’ αυτό; Το τρώνε; Πώς το λένε αυτό; Μπας κι είναι φαρμακερό αυτό δα; Από τα καλά είναι τούτο;» Μια, δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά φορές, τη βαρέθηκαν και της λένε:
«Κάτσε εκεί δα, μέχρι να βγάλουμε εμείς, που τα ξέρουμε, κι ύστερα θα ’ρθουμε να σε βρούμε, να τα μοιραστούμε οι τρεις μας και να πάμε στα σπίτια μας».
«Ας είναι, αφού σας εμποδίζω», είπε η δασκαλοπούλα, και πήγε κι έκατσε από κάτω από ένα φουντωτό δέντρο. Οι κοπέλες έβγαζαν ολοένα λάχανα και σαν αποχωρίστηκαν από τη δασκαλοπούλα προχώρησαν σε παράμερα χωράφια και δεν φαινόντουσαν πια.
Μετά από μια ώρα και παραπάνω, αφού μάζεψαν όσα λάχανα ήθελαν, γυρίζουν να βρουν τη δασκαλοπούλα, να μοιράσουν τα λάχανα, και να πάνε στις μάνες τους. Πάνε στο μέρος που την άφησαν, μα δε φαινόταν πουθενά. Φωνάζουν ξαναφωνάζουν, τίποτα. Μπήγουν κι οι δυο το μονοφωνητό, μα ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Από δω, από κει, φώναζαν, έψαχναν, κοίταζαν παντού καλά καλά, μα η δασκαλοπούλα ούτε φαινόταν ούτε ακουγόταν. Τότε είπαν: «Να δεις που βαρέθηκε μοναχή της εδωνά και πήρε το δρόμο για τη Χώρα. Μόνο ας ξεκινήσουμε να πάμε κι εμείς, κι εκεί της δίνουμε το μερδικό της».
Παίρνουν λοιπόν τα τσουβαλάκια με τα λάχανα στους ώμους και πάνε στη Χώρα. Βγάζουν το μερδικό της και το πάνε στο σπίτι της. Μα η μάνα της τους είπε, πως δεν είναι κει η κόρη της και τις ρωτούσε να της πουν γιατί δεν είναι μαζί τους. Οι κοπέλες είπαν πως θα ’μεινε παραπίσω και θα ’ρθει. Περίμεναν ως μισή ώρα κι ύστερα παίρνουν τους δρόμους και πάνε ως τα Λακιά. Φωνάζουν, ξαναφωνάζουν, ψάχνουν παντού. Πουθενά η δασκαλοπούλα.