Κάποτε ήτανε μια μάνα με τρεις θυγατέρες κι είχανε μεγάλη μιζέρια. Για να ζούνε παίρνανε μπαμπάκι ξένο και το ξαίνανε και το γνέθανε.
Αλλά, γιε μου, οι θυγατέρες, και περισσότερο οι δύο πρώτες, ήτανε ακαμάτρες* και σκορπολογούσανε το μπαμπάκι, για να νετάρουνε* γρήγορα. Η μαγκούφα η μάνα τους το μάζευε και το έγνεθε εκείνη. Οι δυο πρώτες όμως αυτές θυγατέρες ήτανε και πολύ κακές. Δεν αγαπούσανε τη μάνα τους, κι είπανε μια μέρα να συναγωνιστούνε, κι όποια μείνει τελευταία να πάει να βγάλει κουκιά απ’ το κασόνι. Αυτό το είπανε επίτηδες, γιατί ξέρανε πως η μάνα τους θα στερνομείνει*, και θέλανε να την ξεκάμουνε. Πιάσανε λοιπόν να γνέθουνε κι η μάνα τους έμεινε τελευταία και πήγε να φέρει τα κουκιά. Όπως όμως άνοιξε το κασόνι κι έσκυβε μέσα, πάνε οι δυο θυγατέρες της κι αμολάνε πάνω της το βούλωμα, που τηνε καρύκωσε*! Ύστερα, οι κακούργες, πήρανε τη μάνα τους και τηνε μαγειρέψανε και κάτσανε να τη φάνε.
Η στερνή θυγατέρα ήτανε καλή κι αγαπούσε τη μάνα της. Έκλαιγε και χτυπιότανε για το κακό, μα κανείς δεν την άκουγε. Και τώρα που τρώγανε, πήγε από κάτω από το τραπέζι και μάζευε τα κόκαλα της μάνας της και μοιρολογούσε. Τα πήρε μετά και τα ’χωσε στην κουφάλα μιας ελιάς, κι ύστερα στόλισε την τρύπα με λουλούδια.
Κάθε Σάββατο πήγαινε κρυφά κρυφά και τα λιβάνιζε, και κουβέντιαζε με την ψυχή της μάνας της, γιατί οι άλλες δεν την αφήνανε να βγαίνει έξω, επειδή ήτανε πιο όμορφη από δαύτες. Όλη την ημέρα έμενε χωσμένη στο λακοφούρνι*, άνιφτη κι αχτένιστη, ενώ οι άλλες έβγαιναν έξω και πηγαίνανε με φορέματα στην εκκλησιά. Όταν γυρίζανε, την κογιονάρανε* κιόλας και τηνε λέγανε Σταχτιαρού.
Ένα βράδυ, που πήγε κρυφά στης μάνας της και της έλεγε τι τραβάει, λέει σε μια στιγμή: «Ν ’χα κι εγώ ένα φόρεμα κι ένα ζευγάρι παπούτσια, να πάω στην εκκλησιά, που πάνε όλες οι κοπέλες!»
Η μάνα της την άκουσε και της έστειλε από την κουφάλα ένα καρύδι κι ένα αμύγδαλο. Άνοιξε η Σταχτιαρού το καρύδι και τι να δει; Ένα φόρεμα γαλάζιο, πλατύ, κι απάνω του κεντημένος ο ουρανός με τ’ άστρα! Ανοίγει και το αμύγδαλο και βλέπει ένα ζευγάρι όμορφα παπούτσια, με μπιχλιμπίδια. Παίρνει τότε το καρύδι και τ’ αμύγδαλο και πάει γρήγορα γρήγορα στο σπίτι της και τα κρύβει στο λακοφούρνι.
Ήρθε η Κυριακή και σηκωθήκανε οι δυο πρώτες αδερφές να πάνε στην εκκλησιά. Όταν φεύγανε, λένε της Σταχτιαρούς: «Κοίτα, κακομοίρα μου, μην πας και βγεις όσο θα λείπουμε, γιατί αλίμονό σου!»
Εκείνη όμως, μόλις φύγανε, βγήκε από το λακοφούρνι της, νίφτηκε*, χτενίστηκε και πήρε στα χέρια της το καρύδι και το αμύγδαλο, που είχανε μέσα το φόρεμα και τα παπούτσια. Τα φόρεσε κι έγινε μια κυρά, που σου ’κανε ευχαρίστηση να τη βλέπεις, κι αμέσως τράβηξε για την εκκλησιά.
Όταν μπήκε μέσα όλοι γυρίζανε και την κοιτάζανε, μα κανένας δεν ήξερε ποια ήτανε. Εκείνη, για να μην τη γνωρίσουνε, έφυγε πριν, απολείτουργα*, και πήγε και χώθηκε πάλι στις στάχτες.