facebook twitter youtube googleplus
on/off

Δ. ΙωαννιτώνΒιβλία: Βίο – Λαογραφία ενός Ηπειρώτη Ήπειρος – Γιάννενα – Κατσανοχώρια, Θωμά Καράλη

 Βίο – Λαογραφία ενός Ηπειρώτη Ήπειρος – Γιάννενα – Κατσανοχώρια

Θωμά Καράλη

Τα πρώτα δύσκολα χρόνια

Πολλά νερά κύλησαν στον Άραχθο, ατμός κι ομίχλη καλύπτουν τα περασμένα. Ποιός νοιάζεται;

Ξαφνικά η κρησάρα του χάρου πέρασε δίπλα μου κι ευτυχώς πρόλαβα κι έβαλα το κεφάλι μέσα. Αυτό με ξύπνησε απ’ το λήθαργο, χτύπησε συναγερμός και σκέφθηκα ότι τα περιθώρια είναι λίγα κι ότι πρέπει ν’ αφήσω στους απογόνους μου σαν πνευματική πληροφορία την μικρή ιστορία της οικογενείας μου και του φτωχού και υπερήφανου τόπου που γεννήθηκα Έψαξα παντού, γραφτά δεν υπάρχουνε Ένα χονδρό βιβλίο που ο παππούς Θωμάς καταχωρούσε τις πιστώσεις που δεν πρόλαβε να εισπράξει ποτέ. Το είχα για πρόχειρο στο Δημοτικό. Δύο-τρία έγγραφα που θα παραθέσω αργότερα και αντικείμενα αιώνων, που ήταν τότε σε χρήση για να επιβιώσουν στις σκληρές συνθήκες τις φύσης και του κακοτράχαλου εδάφους. Τυραννισμένος τόπος τυραννισμένοι άνθρωποι, τυραννισμένα ζώα. Χρέος μου να φωτίσω το παρελθόν και να παραδώσω τη σκυτάλη στο γιό μου και στον εγγονό μου, μαζί με άλλους που εργάζονται γ’ αυτό, γιατί το δέντρο που δεν έχει βαθειά τις ρίζες στις πηγές, μετά από άναρχη ανάπτυξη είναι καταδικασμένο να ξεραθεί. Επειδή το μυαλό μου έχει φυράνει εξ’ αιτίας της ηλικίας και της κακοτυχίας, Θα παραθέσω τα γεγονότα όπως τα θυμάμαι χωρίς χρονολογική σειρά.

Εγώ ο κακορίζικος γεννήθηκα το σωτήριο έτος 1938 στις 17 Χαμένου (Νοέμβρη)Έξω μαίνονταν η ανεμοθύελλα και η μητέρα μου γεννούσε όρθια και κρατιόταν απ’ το μπουχαρί. Κατά τις τρείς τα ξημερώματα έσκασα μύτη στον φρικτό αυτόν κόσμο, τον ετοιμασμένο από τον αγράμματο κλήρο, τον αναλφαβητισμό, τη μεταμφιεσμένη κοινωνία, τους πονηρούς και τους άπληστους, την αγέλη λύκων και αλεπούδων δια μέσω των οποίων πέρασα και που μια αλληλουχία απίθανων πιθανοτήτων με οδήγησε κατ’ ευθείαν σε παγίδα θανάτου. Το αποτέλεσμα ήταν σε καιρό Ελευθερίας, εγώ να ζήσω δούλος πιο πολύ παρά ελεύθερος. Τι ήταν όμως εκείνο που έδενε έναν άνδρα σε μια γυναίκα ή μια γυναίκα σ’ έναν άνδρα κι έκανε τον έναν δούλο του αλλουνού; Το σεξ; Μα αν ήταν μόνο αυτό, γιατί να σε τραβάει ένα πρόσωπο τόσο πολύ περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα; Πάντως είναι κάτι ακατανίκητο, πέρα από κάθε λογική, έτσι κάνεις γάμο κάνεις παιδιά, ζεις μια απατηλή πραγματικότητα, μπαίνεις στο λούκι και στην πορεία ανακαλύπτεις ότι έπεσες θύμα πλεκτάνης! Βλέπεις όμως φως στο βάθος και κάνεις υπομονή. Θα βγεις και θ’ αναπνεύσεις. Όταν βγεις όμως, κοιτάζεις πίσω σου, και τι να δεις; συντρίμμια και καταστροφή! Θέλεις να γυρίσεις το χρόνο πίσω αλλά δεν μπορείς, κανένας δεν μπόρεσε. Κοιτάζεις τον Ήλιο και πλησιάζει στη Δύση. Είναι ο δικός σου Ήλιος! Αυτή τη σύντομη ζωή, που σου χάρισε η Αιωνιότητα την πέταξες στα σκουπίδια. Ας πρόσεχες. Άλλωστε είναι φυσικού νόμου επιταγή ο αγαθός και αφελής να γίνεται μπαίγνιο και βορά του κωλοπετσωμένου και του πανούργου. Τα χρόνια περνούν, το σεκλέτι χτυπάει σιγά-σιγά και ανεπαίσθητα και καλύπτεται από την αισιοδοξία της νιότης, ώσπου μια μέρα κάνεις έτσι, κοιτάς στον καθρέφτη και βλέπεις ένα σκοροφαγωμένο ανθρωπάκι, να σε κοιτάει περίεργα και να σου λέει: «Που ήσουνα νιότη που έλεγες, πως θα γινόμουν άλλος !»

Αλλά ας πάρουμε το κουβάρι απ’ την αρχή. Ευτυχισμένα παιδικά χρόνια; Ναι, αλλά η βασανιστική πείνα και η ανέχεια δεν μας άφηνε περιθώρια για όνειρα. Στόχος μας ήταν να μάθουμε τρεις γκλίτσες γράμματα για να βρούμε μια δουλειά να φάμε ψωμί.

Πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, δέκα δύσκολα για την επιβίωση χρόνια. Tα χωράφια εξαντλήθηκαν, επαρκούσε μόνο για τρείς μήνες ψωμί η σοδειά. Τα γιδοπρόβατα πέντε-έξι, ο λύκος και οι κατσικοκλέφτες δεν αφήναν να αυγατίσουν ,άνυδρος, πετρώδης και καραφλός ο τόπος από την υπερβόσκηση. Τα χρόνια του μεσοπολέμου ήταν καλά, πάλευαν αλλά ζούσαν χωρίς να λιμοκτονούν. Ο πατέρας μου, γεννηθείς στο Ελληνικό, έμεινε ορφανός στα οκτώ του χρόνια. Σταμάτησε το σχολείο και δούλεψε τσαρουχάς, ζαχαροπλάστης, και κατέληξε μικροπωλητής στην Αθήνα. Ωραίος στην όψη και καλοσυνάτος στην ψυχή, αγαθούλης του Θεού, επέστρεψε για να παντρευτεί στην Ήπειρο. Η μητέρα του η γιαγιά Μαρία του έδωσε ευχή και κατάρα να πάρει Ηπειρώτισσα. Η μητέρα μου κοντή και στρογγυλοπρόσωπη, γεννήθηκε στο Αμπελοχώρι. Περίπου το 1910 ο παππούς μου πέρασε στο Τούρκικο Φορτόσι. Ο Άραχθος ήταν τότε το σύνορο σύμφωνα με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878 .Υπάρχουν ακόμη ίχνη του Τούρκικου Φυλακίου στην Κούλια και παλιές Φορτοσίτισες, όπως η βάβω η Τσιόπω, μας διηγούνταν ότι κουβαλούσαν πέτρες για να το κτίσουν. H μητέρα μου πρώτη απ’ τα παιδιά του Μήτρου Τόλη και της Χρυσαυγής, μεγάλωσε τα υπόλοιπα 7 αδέλφια της και πέρασε τα 25 και εθεωρείτο τότε γεροντοκόρη. Έτσι ο πατέρας της αποφάσισε να τη δώσει ψυχοκόρη σε 2 παράξενες γριές στον πέρα μαχαλά. Ήρθε σε συμφωνία και ένα πρωί που γύριζε από το μύλο, τη σταμάτησε στο λάκκο. «Ξεφορτώσ’ να πας απάν» της είπε, «Άσε να πάω σπιτ’, η μαύρ’ να ξαποστάσω και μετά να πάω». Ο παππούς επέμεινε «Οχ’ θα πας τώρα και μετά έλα όποτε θελ’ ς». Πικραμένη που την ξέκοβε από την οικογένεια πήρε την άγουσα για το νέο σπίτι της. Οι γριές ήταν σαν κακιά γρίπη, την περίμεναν πως και πώς να βγάλουν επάνω της τη χολή τους και να της αναθέσουν σκληρή εργασία στα χωράφια στα γίδια στο σπίτι και στην ατομική τους περιποίηση. Ήταν κόρες του παπά-Νάκου, που είχε το ψώνιο να γράφει στα περιθώρια των Ευαγγελίων. «1822 έπεσε μεγάλη πείνα.» ή «1842 έπεσε χολέρα» Η πρώτη η Μαρία ήταν κουτσή και έμεινε στο ράφι, η δεύτερη η Ευφρoσύνη παντρεύτηκε τον παππού Θωμά, έμπορο. Ο πάπα – Νάκος, Θεός σχωρέστον, έκανε εν αγνοία του ένα μεγάλο αμάρτημα. Κάποιος Γκόλφης το 1838 έφερε ως τάμα στην εκκλησία του χωριού έναν Επιτάφιο σε ριζόχαρτο. Όταν αργότερα του έφεραν ένα πιο πολυτελή, κεντητό σε μετάξι, τον παλιό τον έφερε στο σπίτι και τον έβαλε στο εικονοστάσι. Σ’ αυτόν τον Επιτάφιο αποδίδω τα τελευταία χρόνια την κακοδαιμονία της οικογένειας σε βάθος χρόνου σχεδόν δύο Αιώνων. Είμαι δύσπιστος για το μεταφυσικό, όμως ο άνθρωπος, τα λάθη του, τη βλακεία και την ατυχία, προσπαθεί να τα αποδώσει σε κάποια υπερφυσική δύναμη, κάποια αμαρτία, κάποια κατάρα, που τον κατατρέχει. Σ’ Αυτόν προσευχόμουν, παιδί με κατάνυξη, «Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε το πνεύμα της Αληθείας», πίστευα ότι ο Θεός με ακούει κ’ αισθανόμουν απέραντη γαλήνη, εμπιστοσύνη και μακαριότητα. Αργότερα η Εκκλησιαστική Χριστιανοσύνη θα με απογοητεύσει. Το προξενιό έγινε την Πέμπτη και την Κυριακή έγινε ο γάμος των γονέων μου και λυπάμαι που δεν ήμουν παρών για να σας τον περιγράψω. Στο χρόνο έκαναν ένα κοριτσάκι, το βάπτισαν χειμώνα, δεν ξέρω γιατί. Τότε οι γάμοι και οι βαπτίσεις γινόταν στο σπίτι. Την ημέρα εκείνη έριχνε χιόνι και φύσαγε. Η καπνοδόχος δεν τράβαγε και το σπίτι είχε γεμίσει καπνό, κάποιος άνοιξε τα παράθυρα. «Θα κρυώσει το παιδί» «δεν έχει ανάγκη». Είχε όμως γιατί κρύωσε, σε λίγες μέρες τη γύρισε πνευμονία και πέθανε αβοήθητη, Ήταν το 1934.Οι άθλιοι χωρικοί ζούσαν 100 χρόνια πίσω, η παιδική θνησιμότητα ήταν μεγάλη, «ο Θεός τάδωσε ο Θεός τα πήρε».

Διαβάστε περισσότερα…

 Στο βίβλιο «Βίο – Λαογραφία ενός Ηπειρώτη Ήπειρος – Γιάννενα – Κατσανοχώρια» του Θωμά Καράλη (τηλ.: 69766 44947)

 

Γράψτε το σχόλιό σας.