Βίο – Λαογραφία ενός Ηπειρώτη
ΗΠΕΙΡΟΣ – ΓΙΑΝΝΕΝΑ – ΚΑΤΣΑΝΟΧΩΡΙΑ
Θωμά Καράλη
Τα πρώτα δύσκολα χρόνια
(…) Τύμπανα πολέμου χτυπούσαν στην Ευρώπη, ο παρανοϊκός Χίτλερ, προετοίμαζε τις σιδερόφρακτες στρατιές του για να εκδικηθεί για τους βαρείς όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών και να κατακτήσει τον λεγόμενο ζωτικό χώρο. Ο Μουσολίνι καβάλησε το καλάμι και θέλησε να γίνει Αυτοκράτορας οδηγώντας στον όλεθρο έναν λαό μη φιλοπόλεμο παρ’ εκτός λίγων φανατισμένων Φασιστών. Οι χωρικοί χωρίς ραδιόφωνο δεν ενημερώνονταν παρά από κάποιον ταξιδιώτη «Φήμες είνι ας τους κι ας κοσιέβουν». Απασχολημένοι στα χωράφια στο μόχθο και στο ιδρωτάρι είχαν το νου τους στο χάλι τους, όταν ξαφνικά στις 28 Οκτώβρη του 1940 βάρεσαν οι καμπάνες και αναστατώθηκαν οι χωρικοί. Πόλεμος! Μας χτύπησαν οι Ιταλοί. Κηρύχθηκε Γενική Επιστράτευση. Οι νέοι τρέχουν ενθουσιασμένοι να καταταχθούν. «Θα ρίξουμε τους μακαρονάδες στη θάλασσα.» Το έπος του ’40, ίσως το τελευταίο έπος των Ελλήνων, έγραψε Ιστορία. Οι πόλεις έπεφταν η μία μετά την άλλη, Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, θρίαμβος των ενωμένων Ελλήνων. Η Βέμπο τραγουδούσε για να ενισχύσει το φρόνημα του Λαού: «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του…» Οι φαντάροι, επάνω πάθαιναν κρυοπαγήματα και το αίμα των παλληκαριών έβαφε κόκκινο το χιόνι της Πίνδου. Ο Χίτλερ είδε και απόειδε με τον άχρηστο συνεταίρο του και μας επετέθη τον Απρίλιο του ’41. Το μέτωπο κατέρρευσε και άρχισε ο αγώνας της επιβίωσης και της Αντίστασης. Εμάς μας χτύπησε δεύτερη συμφορά σε λίγους μήνες. Οι Ιταλοί έπιασαν όμηρο καθ’ οδό τον πατέρα μου, τον σακάτεψαν στο ξύλο και στις εικονικές εκτελέσεις, για να πάρουν πληροφορίες για τους αντάρτες και τον έριξαν στη φυλακή. «Τώρα! Τι θα κάμω η έρμη» είπε η μάννα μου. Την πρώτη χρονιά έδωσε την καινούργια βελέντζα για να της οργώσει κάποιος τα χωράφια, τη δεύτερη έδωσε το σαμάρι. Σαν σε όνειρο θυμάμαι την γιαγιά μου Χρυσαυγή, με κρατούσε για να πηγαίνει η μάνα μου στα χωράφια. Ένα πρωί μετά τον περίπατο στον κήπο, γυρίσαμε στο σπίτι. Εγώ είδα ένα φίδι από το κρεβάτι να ανεβαίνει προς το εικόνισμα. «Σκότωσέ το γιαγιά» «Δεν κάνει χ’ σομ’ είνι το στχειό τ` σπιτιού». «Φοβάμαι», τότε η γιαγιά χωρίς δισταγμό πήρε τη μασιά απ’ το τζάκι και το σκότωσε. Δεν έζησε πολύ η γιαγιά. Είχε δυσκοιλιότητα, μετά από μερικά ανεπιτυχή κλύσματα την έδεσαν σε μια σκάλα και την αιωρούσαν, έτσι βοήθησαν να βγει η ψυχή της μια ώρα αρχύτερα. Βασανισμένη ηρωική Ηπειρώτισσα, ήμουν νήπιο αλλά τη θυμάμαι με αγάπη, όταν τάιζε με το κουταλάκι τσάι τον ετοιμοθάνατο γιό της τον Γιώργο, τον μικρότερο και πιο αξιόλογο, που πέθανε στα 23 του από φυματίωση, και μόνο το τεράστιο έλατο που φύτεψε στο κήπο μένει ακόμα για να τον θυμίζει. (…)
Διαβάστε περισσότερα… στο βίβλιο «Βίο – Λαογραφία ενός Ηπειρώτη Ήπειρος – Γιάννενα – Κατσανοχώρια» του Θωμά Καράλη (τηλ.: 69766 44947)