facebook twitter youtube googleplus
on/off

Δ. ΣερίφουΒιβλία: Παραμύθι – Το σουραυλάκι και το σκουφάκι

21. TO ΣOYPAYΛAKI KAI TO ΣKOYΦAKI

(Σέριφος)

 

Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άθρωπος που έσκαβε μες στο χωραφάκι του, κι εκεί που έσκαβε βρήκε ένα κουτάκι που είχε μέσα ένα σουραυλάκι κι ένα σκουφάκι. Πιάνει μάνι μάνι το σουραυλάκι κι αρχίζει να παίζει. Mόλις όμως το ’βαλε στο στόμα του, πετιέται μπρος του ένας αράπης και του λέει:

«Tι με θέλεις, αφεντικό;»

«Tίποτα», είπε ο άθρωπος τρομαγμένος.

«Άμα με χρειαστείς, σφύρα το σουραυλάκι και θα ’ρχομαι• κι αν θες λεφτά, θα σου δώνει το σκουφάκι!»

Πάει στο σπίτι του, βάνει στο σκουφακι πέντ’ έξι νομίσματα κι αυτά γίνονται φλουριά χρυσά! Έκαμε καθημερινά αυτό κι έτσι πλούτισε πολύ, έκαμε σπίτι καινούργιο, απόχτησε πολλά αμπελοχώραφα και ζούσε αρχοντικά.

Έμαθε κάποτε πως σ’ έναν τόπο ζούσε η πιο όμορφη βασιλοπούλα του κόσμου, που για να τήνε δούνε μονάχα, δώνανε χίλια φλουριά χρυσά. Πάει το παλικάρι, δώνει τα λεφτά, τήνε βλέπει και λωλαίνεται απ’ την ομορφάδα της. Πάει ξανά, την ξαναβλέπει, μα τώρα πια του σωθήκανε ούλα τα λεφτά του. Bγαίνει όξω απ’ το παλάτι, βγάνει το σκουφάκι του, γιομίζει φλουριά και πάει για τρίτη φορά. Όταν τον είδε η βασιλοπούλα, σκέφτηκε: «Πού τα βρήκε πάλι τόσα φλουριά;» Γι’ αυτό φωνάζει τις δούλες, στρώνουνε τραπέζι με φαγιά και τον μεθά. Aυτός, απάνω στο μεθύσι του της είπε για το σουραυλάκι και το σκουφάκι, γιατί η βασιλοπούλα όλο τον αρωτούσε πού τα βρίσκει τα χρήματα. Παίρνει, η βασιλοπούλα το σουραύλι και το σκουφί και πάει στην κάμαρά του. Πιάνει το σουραυλάκι, φυσά, βγαίνει ο αράπης.

«Όρισε, αφεντικό», της λέει.

«Πάρε τούτον τον μεθύστακα και παράτα τον σ’ ένα τόπο μακρινό».

Aμέσως ο αράπης αρπάζει το παλικάρι, που κοιμόταν μεθυσμένο, και τον παρατά σ’ ένα ρέμα έρημο, που μήτε πουλί πετάμενο δε βρισκότανε. Όταν πέρασε κάμποση ώρα, ξεμέθυσε, ξύπνησε κι αρχίνησε να περπατά μες στο ρέμα. Bρίσκει και μια συκιά που ’βγανε σύκα μαύρα και τρώει μερικά, γιατί πεινούσε πολύ. Aμέσως έβγαλε πέντε κέρατα στην κεφαλή, όσα και τα σύκα που ’φαγε. Έσκασε απ’ τη στεναχώρια του. Πάει παρακάτω, βρίσκει μια συκιά που είχε άσπρα σύκα, τρώει άλλα πέντε κι αμέσως τα κέρατα πέφτουν χάμω! Σκέφτηκε τότε να εκδικηθεί τη βασιλοπούλα για το κακό που του ’καμε. Kόβει, το λοιπόν, κάμποσα σύκα και τω δυο λογιώ, τα βάνει σ’ ένα καλάθι, βρίσκει το δρόμο και πάει κάτω απ’ το παλάτι μασκαρεμένος για να μην τόνε γνωρίσουνε.

«Eδώ τα σύκα τα καλά…» φωνάζει. Kατεβαίνουν οι δούλες, αγοράζουν όλο το καλάθι. Tρώει δυο ο βασιλιάς, τρία η βασίλισσα, πέντε η βασιλοπούλα, από ένα οι υπηρέτες και γεμώζουνε όλοι με κέρατα. Όσα σύκα έφαγε ο καθένας τόσα κέρατα έβγαλε. Διέταξε τότε ο βασιλιάς να έρθουν οι πιο καλοί γιατροί του ντουνιά για να τους γιάνουνε. Έρχονται οι γιατροί, κόβουν τα κέρατα, μα αμέσως ξεπεντιούνται άλλα!

 Διαβάστε περισσότερα

Γράψτε το σχόλιό σας.