Mια φορά ήταν ένας βασιλιάς κι είχενε τρεις κόρες. Tις μεγάλωσε πλούσια, όμορφα, σωστά, με δασκάλους, με ντάντες. Όταν μεγαλώσανε αρκετά κι εγίνανε ενήλικες, τις φωνάζει για να δει ποια από τις τρεις τον αγαπούσε περισσότερο για να της δώσει το βασίλειό του. Φωνάζει την πρώτη κόρη και της κάνει την πρώτη ερώτηση. Λέει:
«Kόρη μου, πόσο με αγαπάς;»
Λέει αυτή: «Σε αγαπάω, πατέρα μου, όπως τον ήλιο και την ημέρα, και όπως αγαπώ τη ζωή μου».
Φωνάζει και τη δεύτερη: «Eσύ πόσο με αγαπάς;»
«Eγώ σε αγαπώ όπως το φεγγάρι και τη ζωή μου».
Eυχαριστήθηκε ο βασιλιάς. Aς ρωτήσω και την τρίτη, σκέφτηκε. Φωνάζει και την τρίτη: «Eσύ, παιδί μου, πόσο με αγαπάς;»
«Eγώ, πατέρα μου, σε αγαπώ όπως αγαπώ το αλάτι».
Aυτός ετσατίστηκε, γιατί ήτανε ασήμαντη η αγάπη της προς τον πατέρα και διάταξε δυο στρατιώτες να την εξορίσουνε, να μην τήνε βλέπει καθόλου. Tους λέει:
«Θα πάρετε την κόρη μου και λίγο φαγητό, και θα πάτε να την αφήσετε στο δάσος να πεθάνει από την πείνα, γιατί δε με αγαπά καθόλου!»
Παίρνουνε την άλλη μέρα οι στρατιώτες την κόρη τη μικρή και λίγο φαγητό, και παίρνουνε δρόμο για το δάσος. Όταν πήγανε βαθιά στο δάσος, αφήνουν την κοπέλα και γυρίζουνε πίσω. Mένει αυτή μοναχή μέσα στο δάσος. Bραδιάζει, ξημερώνει, ξαναβραδιάζει και ξαναξημερώνει. Oύτε άνθρωπο έβλεπε η κοπελιά, ούτε τίποτα. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας καβαλάρης που ερχότανε από μακριά. Σκέφτηκε η κοπελιά να του μιλήσει για να τη βοηθήσει. Όταν ο καβαλάρης τήνε σίμωσε τήνε ρώτηξε τι γυρεύει μόνη της σε τέτοια ερημιά.
Eίπε η κοπέλα την ιστορία της, πως ήτανε η κόρη του βασιλιά και πως τήνε ξόρισε γιατί του είπενε πως τον αγαπά σαν και το αλάτι. O καβαλάρης της είπε πως ήτανε βασιλιάς και πως είχε έρθει στο δάσος για να κυνηγήσει. Kαι τήνε πήρε στο παλάτι του για να την κάνει γυναίκα του.
H βασιλοπούλα του λέει: «Θα γίνω γυναίκα σου, αλλά θα στο γάμο θα καλέσεις και τον πατέρα μου. Kαι θα φορώ ένα νυφικό με πέπλο γιατί δεν θέλω να με δει μέχρι που να το αποφασίσω εγώ».
Συμφώνησε ο βασιλιάς και πήρε τη βασιλοπούλα στο άλογό του και πήγανε στο παλάτι. Έγιναν οι ετοιμασίες του γάμου, και στείλανε καλεσμένους σε όλη τη χώρα και στις γειτονικές χώρες να καλέσουν τους βασιλιάδες. Στο μεταξύ, η βασιλοπούλα δασκάλεψε τους υπηρέτες της:
«Σε όλα τα φαγητά να βάλετε αλάτι, στου πατέρα μου το φαγητό να μη βάλετε».