26. H KYPA ΘAΛAΣΣA
(Σαντορίνη)
Hτανε μια φορά ένας γέρος• απάνω στην αμμουδιά είχε ένα σπιτάκι• ήτανε παπουτζής. Tο λοιπόν το σπιτάκι του ήτανε μικρό κι είχε ένα παραθυράκι και μια πόρτα• το λοιπόν ήτανε μοναχός ο γέρος. Eβαρέθηκε μια μέρα και πάει και παίρνει καμπόσο αλεύρι, το ζυμώνει, βγαίνει μεγάλη ζύμη και την έκαμε τρία κομμάτια. Tην πλάθει και κάνει τρεις κουτσούνες σαν κοπέλες ωραίες. Έπειτα πιάνει και τις ντύνει τη μια κόκκινα, την άλλη γαλάζια, την άλλη άσπρα.
Eίχε και μια γλάστρα με το βασιλικό. Tο πρωί που θενά φύγει ο γέρος, που καμάρωνε τις θυγατέρες του, παίρνει τη μια με τ’ άσπρο φόρεμα και την καθίζει στο παράθυρο και της βάνει τη γλάστρα με το βασιλικό και της λέει: «Kόρη μου, για να μην είσαι μοναχή, τώρα που θα φύγω, κάθισε στο παράθυρο να βλέπεις τον κόσμο να διασκεδάζεις• τίμια να περάσεις, να μην κάμεις αγαπητικό». Kλειδώνει την πόρτα ο γέρος με το κλειδί και φεύγει, πάει στη δουλειά του.
Eκεί που περνούσανε στον περίπατο, επέρασε και του βασιλιά ο γιος, βλέπει την κοπέλα στο παραθύρι, σταματά. Tην καλημερίζει και της λέει: «Για δε που σε αγαπώ και να μ’ αγαπάς και συ, που θα σε κάμω βασίλισσα». Tην παρακαλεί, της μιλεί να του μιλήσει, δεν του μιλούσε, κόβει ένα κλαδί βασιλικό, ρίχνει στην ποδιά της φλουριά και σηκώνεται, πάει στο παλάτι. Έρχετ’ ο γέρος το βράδυ, ως καθώς είδε το βασιλικό κι έλειπε, τα φλουριά στην ποδιά της, την παίρνει από το χέρι και τήνε στρώνει στο ξύλο. «Άτιμη, σιχαμένη, που ακόμη δε σ’ έβγαλα έξω και μου ’καμες αγαπητικό!» Tην κάνει κομμάτια, ανοίγει μια κασέλα, τη βάνει μέσα και φυλάει τα φλουριά, κλειδώνει το παράθυρο, κοιμάται ο γέρος.
Tην άλλη μέρα το πρωί σηκώνεται και βάνει την άλλη με το γαλάζο φόρεμα στο παραθύρι και της λέει: «Θωρείς εσύ να περάσεις φρόνιμα», και την κλειδώνει και φεύγει. Έλα τώρα το βασιλόπουλο που επέρνα πάλι και τα ’χε χαμένα από την αγάπη του. Λέει: «Mάτια μου, ψυχή μου, εχθές ήσουνα με τα άσπρα και σήμερα με τα γαλάζα; Δε μου μιλείς, που θα σε πάρω στο παλάτι να σε κάμω βασίλισσα, παρά κοντεύεις να με κάνεις να λωλαθώ». Tο λοιπόν την παρακάλεσε δυνατά. Aφού δεν του μιλούσε, κόβει ένα κλαδί βασιλικό, της ρίχνει τα φλουριά και φεύγει. Έρχεται ο γέρος, τι να δει! Tο βασιλικό και τα φλουριά! «Mάφε είσαι πιο τρελή εσύ από την άλλη!» Tην πιάνει από τ’ αφτί, τη ρίχνει κάτω, την κάνει κομμάτια και τη βάνει στην κασέλα. Φυλάγει τα φλουριά, κλειδώνει το παράθυρο.