facebook twitter youtube googleplus
on/off

Δ. ΚαλυμνίωνΒιβλία: Παραμύθι-Η δάφνη

Εκείνον τον καιρό ήταν μια άκληρη γυναίκα κι έβλεπε τα παιδάκια των αλλωνών και λυπόταν πάρα πολύ, που δεν είχε κι εκείνη ένα δικό της παιδάκι. Παρακαλούσε λοιπόν το Θεό να της δώσει κι εκεινής ένα, κι ας ήταν ό,τι κι αν ήταν.

Στα πολλά της παρακάλια ο Θεός έριξε μπροστά στα πόδια της ένα δαφνόκουκο.

Μόλις το είδε η γυναίκα, έσκυψε και το έπιασε με πίστη μεγάλη στου Θεού τη δύναμη κι είπε: «Ο Θεός ήθελε να μου στείλει τούτο δα. Δοξάζω τον και προσκυνώ τον, κι ας είναι το θέλημά του πάντα δοξασμένο. Παιδί του ζήτησα, δαφνόκουκο μου ’πεμψε. Θα το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο. Αν εγώ δεν ξέρω τι είναι τούτο το σπυρί της δάφνης, ο Θεός πολύ καλά γνωρίζει, γιατί εκείνος μόνο είναι παντογνώστης και παντοδύναμος».

Πήρε λοιπόν το δαφνόκουκο, το φίλησε, το τύλιξε καλά καλά σε πολλά πανιά, σα μωρουδάκι, το έβαλε σε κούνια ολόασπρη και το κουνούσε και το νανάριζε.

Οι γειτόνισσές της, που ήξεραν πως δεν είχε παιδί, κι άκουγαν τα νανουρίσματά της, τη ρώτησαν, από περιέργεια, τι νανάριζε.

«Το καλορίζικό μου», είπε αυτή με καμάρι.

Οι γειτόνισσές της κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους με απορία και εμπαιχτικές ματιές κι ύστερα της είπαν:

«Μα εσύ, κυρα-γειτόνισσά μας, δεν ήσουν γκαστρωμένη. Πώς τώρα μας λες, το καλορίζικό σου; Πού το βρήκες;»

«Ο Μεγαλοδύναμος ξέρει», είπε η άκληρη με μεγάλη πίστη, κι οι γειτόνισσές της έμπηξαν περιφρονητικά κι εμπαιχτικά γέλια κι έφυγαν.

Η καλότυχη άκληρη πήγε μια μέρα σ’ ένα μακρινό μέρος κι οι περίεργες και κακόβουλες γειτόνισσές της αποφασίζουν και μπαίνουν στο σπίτι της, εκεί που είχε την κούνια, για να δουν το καλορίζικό της. Πάνε κοντά, βλέπουν ένα πράμα τυγιγμένο, που ούτε πρόσωπο ούτε μάτια δεν εφαινόταν πουθενά. Το πιάνουν, το ξετυλίγουν και τι να βρουν; Μέσα από το τις πολλές πολλές τυλιγμένες φασκιές ένα δαφνόκουκον.

«Μπα, τη θεότρελη, τι έχει πολλοτυλιγμένο και καταφασκιωμένο ως παιδί!…» λένε, και δίνουν μια του δαφνόκουκου από το παραθύρι και πέφτει μέσα στο γειτονικό βασιλικό περβόλι. Κι ύστερα βγαίνουν έξω και πάνε στα σπίτια τους.

Σε λιγάκι, να κι η καημένη η άκληρη και μπαίνει στο σπίτι της. Πάει στην κούνια, κι η κούνια ήταν άδεια κι οι φασκιές ήταν όλες από δω κι από κει πεταμένες. Από δω κοίταγε, από κει κοίταγε να ’βρει το δαφνόκουκό της, μα πού να το ’βρει μέσα, που το είχαν έξω πεταμένο; Κλαίει, δέρνεται, μοιρολογάει, μα το δαφνόκουκό της δε βρίσκεται. Πάει και πάντα πάει.

Όσο κι αν έκλαιγε όμως, όσο κι αν θρηνούσε η καημένη η άκληρη, μονάχα τα χρόνια,το έν απάνω στ’ άλλο, θα έπαυαν τους  πόνους. Κι από κείνη την αποσβόλωση της λύπης της, έπεισε τον άντρα της κι έγινε παπάς.

Διαβάστε περισσότερα…

Γράψτε το σχόλιό σας.