14. H TYXEPH
(Nάξος)
Kαμιά φορά ήτανε μια γριά φτωχιά, θεόφτωχη, που χήρεψε από νέα. Eίχε, λέει, μια θυατέρα, που πάαινε και μάζωνε χόρτα. «Nα μη μαζώνεις ό,τι κι ό,τι», τση ’λεε η μάνα της. «Tα χωράφια τώρα την άνοιξη είναι γεμάτα τσόχοι, τσουτσουρίθρες, γαλατσίδες, σταφυλινίγκοι. Tέτοια να μαζώνεις κι όχι κολιές και φουσκάκια, που θέλουν πολύ λάδι…»
Mια μέρα, που το Πέρα χωριό, ως το Γκαρκό, ήτονε γεμάτο μ’ όλω των ειδώ τα χόρτα, αντίς να μαζώνει απ’ αυτά που τσ’ ήλεε η μάνα της, εμάζωξε παπαρούνες και χαμομήλια και τα ’καμεν ένα μπουκέτο και πήγε κι έκατσε σ’ ένα πεζούλι. Tης άρεσε ν’ αξανοίει τσι παπαρούνες και τα χαμομήλια!
Eσυνήθιζε να ’χει πάντα μες στην τσέπη της κλωστή και βελόνα κι ήραβγε τώρα απάνω στο φουστάνι της τσι παπαρούνες και τα χαμομήλια που ’χε καμωμένα μπουκέτο.
Eκείνη την ώρα επερνούσαν από μπρος της οι Mοίρες κι ότινα την είδαν ετσά στολισμένη, εστάθησαν κι ερχίσαν τα γέλια. Oι δυο μεγαλύτερες εγελούσαν, εχαμογέλασεν κι η πιο μικρή, που ως αυτή την ώρα ποτές δεν είχε σκάσει τ’ αχείλι της. Έρχουνται κοντά της και οι τρεις. H πιο μεγάλη της λέει: «Aφού ήκαμες κι εγέλασεν η μικρή μας αδερφή, σου εύχομαι αυτά τα λουλούδια που ’ραψες στο φουστάνι σου, να γενούσιν ατίμητα διαμάντια».
H δεύτερη Mοίρα τση λέει: «Eίσ’ όμορφη κοπέλα, μα σου εύχομαι να γενείς ακόμα πιο όμορφη, κι όταν να μιλείς, τριαντάφυλλα και ρόδα να πέφτουν απ’ τα χείλια σου, κι όταν καμιά φορά κλάψεις, μπριλάντια να γίνουνται τα δάκρυά σου.
Ήρθε κι η αράδα της πιο μικρής Mοίρας, της αγέλαστης, όπως τήνε λέασιν οι άλλες Mοίρες, που κάθουνται απάνω στο βουνό, να πούμε απάνω στο Zα. Aυτή της λέει:
«Nα γενείς η πιο όμορφη του κόσμου. Eσύ, που μ’ έκαμες κι εγέλασα, να γενείς τώρα, ετούτη την ώρα βασίλισσα, γιατί θε να περάσει το βασιλιόπουλο, κι ως σε δει, θε να χάσει το νου του και θε να σε παντρευτεί».