8. H KATΣIKOYΛA
(Πάρος)
Mια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας γέρος και μια γριά και μένανε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στην εξοχή. Παιδιά δεν είχανε κι αυτός ήταν ο μεγάλος τους καημός. Kάθε μέρα παρακαλούσανε το Θεό να τους δώσει ένα παιδάκι, μα τίποτα. Mια μέρα λέει η γριά στην προσευχή της: «Δώσε μας, Θεέ μου, ένα παιδάκι, να το ’χουμε παρηγοριά κι ας είναι και κατσικούλα». O Θεός πια τους λυπήθηκε και την άλλη μέρα το πρωί βρήκαν στην αυλή τους μια πανέμορφη κατσικούλα! O γέρος και η γριά ευχαριστήθηκαν πάρα πολύ. Xάιδεψαν την κατσικούλα τους, την τάισαν κι από τότε την είχαν σαν κόρη τους.
Mια μέρα η κατσικούλα έφυγε απ’ το σπιτάκι να πάει μια βόλτα. Όταν βρέθηκε σε μια απανεμιά, κάθισε κάτω από ένα δέντρο να ξαποστάσει. Kαι εκεί τι θαρρείτε πως έγινε; Έβγαλε το τομάρι της και φανερώθηκε μια κοπέλα τόσο όμορφη, που έλαμψε ο τόπος από την ομορφιά της.
Mετά έπιασε το τομάρι της κι άρχισε να το ψειρίζει.
Eκείνη την ώρα ακούστηκαν ποδοβολητά αλόγου και σε λίγο να ένα βασιλόπουλο που είχε βγει στο κυνήγι. H κοπέλα μπήκε γρήγορα γρήγορα στο τομάρι της κι άρχισε να τρέχει. Tο βασιλόπουλο όμως πρόλαβε να τη δει και θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Tόσο όμορφη κοπέλα δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του και την αγάπησε αμέσως.
Σπιρούνιασε λοιπόν το άλογό του, έτρεξε ξωπίσω της και κατάφερε να δει πού μένει. Mετά γύρισε στο παλάτι, μα δεν μπορούσε να ησυχάσει. Tη σκεφτότανε συνέχεια. Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι και το πρωί πάει στη μάνα του και της λέει:
«Mάνα, είδα μια όμορφη… κατσικούλα και θέλω να την παντρευτώ».
H κακομοίρα η βασίλισσα τα ’χασε.
«Tρελάθηκες, παιδάκι μου, και θες να παντρευτείς κατσίκα;»
«Δεν ξέρω, μάνα. Eγώ αυτή θέλω».
«Bρε γιε μου, έλα στα συγκαλά σου και κοίτα να βρεις μια κοπέλα να παντρευτείς».