Έρχονταν Χριστούγεννα του 1991. Στο μυαλό μας κλωθογύριζε η ιδέα να περά-σουμε και αυτή τη χρονιά τις γιορτές στο χωριό. Είχαμε κατέβει την προηγούμενη και είχαμε περάσει πολύ όμορφα, με με-γάλη παρέα κι ένα χιονάκι ελαφρύ ανήμε-ρα των Χριστουγέννων να μας ζωγραφί-ζει το τοπίο λευκό . Στη γιορτή του φίλου μας Σπύρου στις 12 Δεκεμβρίου στο σπί-τι του, είπαμε ότι σκεφτόμασταν να κατέ-βουμε στο χωριό. Την ίδια στιγμή ο εορ-τάζων με την οικογένειά του και τα πεθε-ρικά του δήλωσαν συμμετοχή. Αρχίσαμε σιγά-σιγά να προγραμματιζόμαστε. Ο καιρός ήταν καλός, κάτι έλεγε η ΕΜΥ για κακοκαιρία αλλά ποιος έδινε σημα-σία. Μια μέρα πριν κλείσουν τα σχολεία, φορτωμένοι προμήθειες, μαζί με τα παι-διά μας, αναχωρήσαμε. Φτάνοντας στην Τρίπολη, το σκηνικό άρχισε να αλλάζει. Ομίχλη, ψιλό νερόχιονο αλλά εμείς απτό-ητοι, τραγουδούσαμε Χριστουγεννιάτικα και προχωρούσαμε. Πριν από εμάς είχε φτάσει ο αξέχαστος πατριώτης μας (γιατί δικαιούται τον τίτλο αν και Μακεδόνας) Πέτρος Κυριαζής με τη γυναίκα του και τα εγγόνια του. Πέσα-με με τα μούτρα στις δουλειές. Ο Μιχά-λης να ανάβει τις φωτιές, να κόβει ξύλα, εγώ να καθαρίζω, τα παιδιά στη γύρα της ελευθερίας. Επέστρεψαν και μας είπαν ότι είχαν έρθει οι φίλοι τους, οι οικογέ-νειες του Κώστα Παπαμιχαλόπουλου και του Νίκου Ζώταλη. Το σπίτι ζεστάθηκε και έτσι την άλλη μέρα άρχισε η Χριστουγεννιάτικη διακό-σμηση. Με το αγροτικό αυτοκίνητο, ο Κυ-ριαζής με το Μιχάλη και στην καρότσα τα παιδιά έφυγαν για το Τούμπαλι. Η ομίχλη άρχισε να πυκνώνει και βιαστικά έκοψαν μερικά ελατοκλώναρα και ου(μελά) και επέστρεψαν. Φορώντας ζεστά ρούχα, γάντια και σκουφάκια, συστάθηκε η ομάδα των κα-λαντάδων. Βαγγελίτσα, Ευγενία, Ανδριάν-να, Κώστας, Νίκη, Ιωάννα, Αντώνης και Μαργαρίτα. Η μελόντικα και τα τριγωνά-κια αντιλαλούσαν στους άδειους δρόμους του χωριού. Η απόλυτη ησυχία έσπαγε από τις παιδικές φωνές. Ευχάριστο ξάφ-νιασμα για τους λιγοστούς κατοίκους που τότε ήταν περίπου είκοσι οικογένειες. Φτάνοντας στο σπίτι της θεια-Κατερίνας της Ζυγούραινας τους άνοιξε την πόρτα η ίδια και τα έβαλε κάτω από τα εικονίσμα-τα, όπως παλιά, για να τα πούνε. Για μια στιγμή όμως άλλαξε γνώμη. “Ελάτε εδώ καμάρια μου. Πέστε τα εδώ στα εγγόνια μου που είναι μακριά” τους είπε και τους έβαλε στη σάλα, μπροστά σε ένα καθρέ-φτη που ήταν καλυμμένος από τις φωτο-γραφίες των παιδιών και των εγγονών της στην Αμερική και τον Καναδά. “Αχ, αυτά για μένα είναι Χριστός και παρηγοριά” μο-νολογούσε όταν τα φίλευε μελομακάρονα και τα ασήμωνε με Καναδέζικα δολάρια. Τα φώτα άρχισαν να πληθαίνουν μόλις σκοτείνιασε. Νέες αφίξεις από την Αθήνα. Παραμονή το βράδυ βρεθήκαμε μια μεγάλη παρέα στο σπίτι του Κυριαζή. Οι δυο μαντεμένιες ξυλόσομπες σμαλτω-μένες με περίτεχνα σχέδια από τη Θεσσα-λονίκη απέδιδαν μια τόσο γλυκιά ζέστη. Η κυρά-Ευγενία στην κουζίνα της και τι δεν μας πρόσφερε. Η τραπεζαρία στρώ-θηκε και βρεθήκαμε 20 άτομα. Οικογέ-νεια Σοφρώνη, με τον πατέρα του Σπύρου, οικογένεια Νίκου Ζώταλη, Μιχάλη Δού-νια, Τάσος Παρδάλης. Τα μικρά μας έκα-ναν την έκπληξη. Με ό,τι ρούχα βρήκαν (διέλυσαν τις ντουλάπες της κυρά Ευγε-νίας) ντύθηκαν μάγοι, ποιμένες, Αγία Οι-κογένεια και αυτοσχεδιάζοντας μας ανα-παράστησαν την ιστορία της Γέννησης. Ο καημένος ο Αντώνης εκτέλεσε διπλό ρόλο, του γαϊδαράκου που κουβαλούσε την επί-τοκο Μαρία και του Μάγου. Το Θείο Βρέ-φος, ο Αντωνάκης του Ζώταλη βρέθη-κε μέσα στο μπακιρένιο μαγκάλι εν είδη φάτνης. Συγκινητικές στιγμές, σηκωθή-καμε όλοι και αρχίσαμε να τραγουδάμε Χριστουγεννιάτικα. Μια φωνή ξεχώρισε για τη δύναμή της και το τέμπο της. Ήταν ο πατέρας του Σπύρου, ερασιτέχνης τενό-ρος της Λυρικής. Όλοι θέλαμε να παρα-τείνουμε την παραμονή μας, αλλά είχαμε πρωινό ξύπνημα για την Εκκλησία. Στις 6 το πρωί χτυπάει η καμπάνα. Βγαί-νοντας έξω ο βοριάς μας χτύπησε στα μά-γουλα τόσο που πονέσαμε. Το εκκλησία-σμα καμιά πενηνταριά άτομα. Μπαίνοντας μέσα σε πλημμύριζε μια γλυκιά θαλπω-ρή. Σκοτάδι ακόμη έξω, η μελωδική φωνή του παπά-Παναγιώτη μας καλούσε “Δεύ-τε πάντες οι πιστοί, που εγεννήθη ο Σω-τήρ”. Τελείωσε η λειτουργία, ανταλλάξα-με ευχές και βγήκαμε έξω. Πυκνές νιφά-δες χιονιού έρχονταν καταπάνω μας, πα-ραδομένες στη δίνη του βοριά. Είχε ξη-μερώσει αλλά από τη θύελλα δεν φώτι-ζε. “Εμπρός όλοι στου Καμαρινού για κο-νιάκ” πρότειναν οι γνωρίζοντες. Ανατρί-χιασα στην ιδέα του κονιάκ στις 7.30 το πρωί, αλλά ακολούθησα. Τα παράθυρα είχαν θαμπώσει από την παγωνιά αλλά και από τους ατμούς του βραστού που είχε βάλει στην ξυλό-σομπα, στη μέση του μαγαζιού ο μπάρ-μπα-Καμαρινός. Στριμωχτήκαμε όλοι γύ-ρω-γύρω από τη σόμπα σαν αχτίδες του ήλιου. Η θεια-Μαρίκα γλυκομίλητη και ακούραστη γύριζε το δίσκο με τα κονιάκ. Άπλωσα δειλά το χέρι. Κοίταζα τη Ρού-λα, τη νύφη του μπάρμπα-Καμαρινού, κα-μπίτισσα κι αυτή σαν εμένα μου έδωσε το σύνθημα “Μια και κάτω” μου έγνεψε. Κι όμως πίνεται. Οι μείον 8 το εξάτμιζαν μέσα στο σώμα αυτόματα. Σε λίγο βρεθήκαμε με πιάτα γεμάτα ζωμό και κρέας. Τι μάστο-ρας ήταν ο συχωρεμένος. Ποιος σεφ και ποιος gourmet του έβγαινε στο βραστό, στο σαγανάκι και σε τόσα ακόμα! Δυναμωμένοι και με κέφι φύγαμε για τα σπίτια μας. Το χιόνι είχε απλώσει πα-ντού το υφάδι του. Το μεσημέρι βρεθή-καμε όλη η παρέα στο σπίτι μας. Γαλο-πούλα, ζυμωτό ψωμί και κρασί του πε-θερού μου του κυρ-Αντώνη του Μαχα-ραγιά. Όλες οι φωτιές στο full σε κάνα-νε να ξεχνάς το κρύο έξω. Μπαίνοντας μέσα η ξαδέρφη μας το Καλομοιράκι πέ-ταξε το παλτό της που από μαύρο είχε γί-νει άσπρο και με το γνωστό της ύφος μας έβαλε τις φωνές: “Βρε κλείστε καμιά φω-τιά! Θα βγάλουμε και τα σώβρακα” αλλά αμέσως κατάπιε την γλώσσα της γιατί η παρουσία του Παπά την έφερε στην τάξη. Η θεία φωνή του μακαρίτη Γιώργου Σο-φρώνη μας ανέβαζε στις σκάλες του ου-ρανού. Και τι δεν μας τραγούδησε. Τα παι-διά μέσα-έξω πανηγύριζαν κάθε λίγο που αυξανόταν το ύψος του χιονιού. Το από-γευμα στην παρέα μας προστέθηκε η οι-κογένεια του Βασίλη Παράσχη. Άρχισαν οι ιστορίες γύρω από το τζάκι για αλλοτινές εποχές, για άλλα Χριστού-γεννα με ήρωες πρόσωπα που δεν ζού-σαν πια. Νύχτωνε και το χιόνι έπεφτε ακα-τάπαυστα. Η παρέα άρχισε σιγά-σιγά να σκορπά και όλοι βγαίνοντας έξω και γνω-ρίζοντας τα σημάδια του ουρανού, έλεγαν ότι θα ξημέρωνε χειρότερη μέρα. Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα είχαμε 30 πόντους χιόνι. Το είχε στρώσει για καλά όλη τη νύχτα και συνέχιζε. Κάποιοι τολμη-ροί έβαλαν αλυσίδες στα αυτοκίνητα τους κι έφυγαν. Μείναμε λίγοι πάλι αλλά απο-φασισμένοι να το απολαύσουμε. Οι χιο-νάνθρωποι είχαν γίνει περισσότεροι από εμάς. Τα μικρά δεν έκαναν άλλη δουλειά. Κόπηκε το ρεύμα το μεσημέρι και βέ-βαια το τηλέφωνο. Μαζευτήκαμε το από-γευμα στο μαγαζί της Χάρης. Με τη λά-μπα του πετρελαίου να φωτίζει το χώρο, οι κουραμπιέδες και το λικέρ τριαντάφυλ-λο έδιναν και έπαιρναν. Ξαφνικά σαν κάτι να άστραψε μέσα στο μαγαζί. Είχε έρθει το ρεύμα και όπως άλ-λαξε απότομα από το λίγο φως στο δυνατό-τερο εκείνα τα ταψιά της Χάρης που κρέ-μονταν στους τοίχους, από το πολύ γυάλι-σμα αντιφέγγιζαν σαν καθρέφτες. Το ντριν του τηλεφώνου μας επανέφερε οριστικά στον πολιτισμό. Η απορία στο πρόσωπο του Μαστρο-γιάννη μας φόβισε: “Τι λες μωρή, ο πατέ-ρας σου έφυγε από την παραμονή από το χωριό”. Ανέλαβε η Χάρη τη συνεννόηση. Δεν ήταν και πολύ του savoir vivre ο μα-καρίτης. Ήταν η κόρη του μπάρμπα-Γιάννη του Παυλάκη που αγωνιούσε για τον πατέ-ρα της. Όλοι στο χωριό ξέραμε ότι το πρωί της παραμονής ο μπάρμπα-Γιάννης έφυγε για την Αθήνα με ταξί. Η κόρη του γεμάτη αγωνία τον αναζητούσε, γιατί ο Δριβάκης, ο ταξιτζής, την ειδοποίησε πως δεν μπό-ρεσε να ανέβει στην Κρεμαστή. Της υποσχεθήκαμε πως την επαύριο θα πηγαίναμε να τον αναζητήσουμε. Στο μυαλό μας περνούσαν άσχημες σκέψεις. Μόνο ο Παναγιώτης ο Τζάκας μας καθη-σύχαζε. “Βρε ξέρετε τι θηρίο είναι ο Κου-φογιάννης!” Οι δρόμοι αδιάβατοι πλέον, φτάσαμε στο σπίτι με δυσκολία. Χιόνιζε-χιόνιζε ακατάπαυστα. Ξημερώσαμε μέσα σε χιο-νοθύελλα. Είχαμε ξεπεράσει τους πενήντα πόντους. Τα ζώα είχαν λουφάξει. Άγνωστα πουλιά γύριζαν γύρω από το σπίτι. Τρίψα-με ψίχουλα και τα βάλαμε σε ταψιά πάνω στο χιόνι. Αμέσως με κάθετες πτήσεις έγι-ναν ανάρπαστα. Ο Μιχάλης είχε υποσχεθεί ότι, καθότι συγγενής, θα πήγαινε σε αναζήτηση του θείου του, του μπάρμπα-Γιάννη. Φτιάξα-με ένα καλάθι με τρόφιμα, εγώ πήρα και το πιεσόμετρο για καλό ή κακό και κάμπο-σα φάρμακα αμέσου βοήθειας, αφήσαμε μόνο τα μάτια μας ακάλυπτα και ξεκινή-σαμε με δυο μαγκούρες κι ένα φτυάρι. Η πρόθεση καλή αλλά ήταν αδύνατον να προχωρήσουμε. Δεν φαινόταν δρό-μος, μάντρες, γκρεμοί. Όλα ένα απόλυτο λευκό. Ο πιστός μας σκύλος ο Τραχήλης, που έμενε μαζί μας, μας ακολουθούσε. Μπροστά μας μεγαλείο της φύσης ξετυ-λίχτηκε . Ο σκύλος μας με το σώμα του μας άνοιγε δρόμο. Ποιος ξέρει με τι άλλες αισθήσεις και δυνάμεις έχει προικίσει τα ζωντανά ο Θεός. Κάναμε τρία τέταρτα για να φτάσουμε στην πίσω γειτονιά. Το σπί-τι χωμένο στο χιόνι. Ο καπνός από την καμινάδα μας έστει-λε το πρώτο μήνυμα ζωής. Το δεύτερο ήταν ισχυρότερο του πρώτου. Φτάνοντας στην πόρτα ακούσαμε τη γέρικη του φωνή να τραγουδά: “Εσείς βουνά μου πράσι-να, βουνά μου χιονισμένα”. Ο αγαπητός γέροντας αποκλεισμένος προσδοκούσε την άνοιξη. Με ένα φτυάρι ξελακκώσα-με την πόρτα κι αρχίσαμε να φωνάζουμε στον μπάρμπα-Γιάννη επί ματαίω. Δικαι-ολογούσε το παρανόμι του. Αρχίσαμε να χτυπάμε τα παράθυρα και κάποια στιγμή μας άκουσε. “Βρε διάβολοι που βρεθήκα-τε εδώ;” ήταν το καλωσόρισμα. “Μπάρμπα-Γιάννη είσαι καλά; Πως περνάς;” Μπήκαμε στη γωνιά. Η σόμπα έκαιγε με την πόρτα της ανοιχτή. “Γιατί δεν την κλείνεις;” ρωτήσαμε. “Σιγά μην ανάβω και το φως! Έτσι και πυρώνομαι και γλέ-πω. Βαστάω πισινή κάτι χρηματάκια που έχω για τα γεράματά μου”. Ήταν ήδη υπε-ρήλικας αλλά κάτι ήξερε γιατί έζησε πολ-λά χρόνια ακόμη. “Καλά και τι έτρωγες αυτές τις ημέ-ρες;” τον ρώτησα. Μας οδήγησε στη σά-λα-καταψύκτη. Από το ταβάνι κρεμόταν ένα μισό αρνί. “Να! κόβω και στο τηγάνι. Καθίστε να σας φτιάξω ένα μεζέ. Το είχα για την Αθήνα αλλά αφού κλείστηκα, το έβαλα μπρος”. Σκεφτόμουν τι άδικα είχα φέρει τα φάρμακα, την άνοστη γαλοπού-λα και τα γιαούρτια. Φεύγοντας ακούσα-με κάτι νιαουρίσματα από το μέσα δωμά-τιο. “Μπάρμπα-Γιάννη έχεις γάτες;” “Όχι μωρέ, μία της γειτονιάς είναι και το βρά-δυ των Χριστουγέννων που είδα τον και-ρό και βγήκα έξω για να βάλω μέσα ξύλα την βρήκα στην τρακάδα να γεννάει 4 γα-τσιά. Την μάζεψα τη μαύρη. Κρίμα δεν ήταν; Γεννήθηκαν κι αυτά με τον Χριστό μας. Να την άφηνα έξω;” Τα πάντα εν σο-φία εποίησε ο Μεγαλοδύναμος. Φύγαμε έχοντας πάρει μαθήματα ζωής, ανθρω-πιάς κι ελπίδας. Το χιόνι συνέχισε να πέφτει άλλες δυο μέρες. Εδέησε ο Θεός και η Νομαρχία άνοιξε το δρόμο μετά από πέντε μέρες αποκλεισμού. Φύγαμε βιαστικά, αφήνο-ντας ό,τι τρόφιμα είχαμε κάτω από την κα-μάρα για τα αδέσποτα ζώα. Αφήσαμε το σπίτι με ανοιχτά παραθυρόφυλλα χωμέ-να μέσα στο χιόνι και με τη στέγη περιτρι-γυρισμένη με κρυστάλλινη δαντέλα που ακτινοβολούσε στον απειλητικό ήλιο που είχε ξεπροβάλλει μετά από τόσες μέρες. Πίσω από το γκρέιτερ μια ουρά αυτο-κινήτων, έφευγε από το χωριό με λυπη-μένους επιβάτες, μιας και είχαν ζήσει τό-σες ωραίες ημέρες και γύριζαν στην Αθή-να να προλάβουν τα ρεβεγιόν της Πρω-τοχρονιάς.
Παναγιώτα Στρατάκου-Δούνια