Το Ρέθυμνο είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού της Κρήτης. Εμφανίζει μεγάλη τουριστική κίνηση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ οι 2.500 και πλέον ενεργοί φοιτητές καθιστούν την πόλη ιδιαίτερα ζωντανή κατά την υπόλοιπη περίοδο του χρόνου. Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται σε 28.987 κατοίκους (απογραφή 2001) Είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης μετά το Ηράκλειο και τα Χανιά.
Η σημερινή πόλη είναι χτισμένη στην ίδια θέση με την αρχαία Ρίθυμνα ή Ρήθυμνα ή Ριθυμνία. Μαρτυρίες για την ύπαρξη της πόλης υπάρχουν από τον 5ο-4ο αι. π.Χ. και είναι κυρίως τα αργυρά και χάλκινα νομίσματα, τα οποία έφεραν στη μια όψη την κεφαλή του Απόλλωνα ή της Αθηνάς, και στην άλλη τρίαινα ή δύο δελφίνια ή αίγα. Από την κοπή των νομισμάτων αυτών φαίνεται ότι η πόλη ήταν ανεπτυγμένη με αξιόλογο εμπόριο. Αξιόλογες μαρτυρίες δεν υπάρχουν μέχρι το 1204, οπότε οι Ενετοί αγόρασαν από τους Φράγκους κατακτητές του Βυζαντίου ολόκληρη την Κρήτη έναντι 10.000 αργυρών μάρκων. Τότε αρχίζει η περίοδος της Ενετοκρατίας, η οποία φτάνει μέχρι το 1669.
Το 1538 ο Χαϊρεντίν (Khair ad Din) Μπαρμπαρόσα (Κοκκινογένης) ναύαρχος του Οθωμανικού στόλου και κουρσάρος των ακτών της Αλγερίας (Μπαρμπαριάς), επιτέθηκε στο νησί. Οι Ενετοί αποφάσισαν να κατασκευάσουν ορισμένα οχυρωματικά έργα. Περιέβαλαν την πόλη με τείχος μήκους 1400 μ. (σήμερα ολοσχερώς κατεστραμμένο), αφήνοντας όμως την από θαλάσσης πλευρά εκτεθειμένη. Ήταν εύκολο έτσι για τον πειρατή Ολουτζ Αλή να την κατακτήσει, το 1562. Οι Ενετοί, διαπιστώνοντας το σφάλμα τους, αφού τον εξεδίωξαν, κατασκεύσαν το περίφημο κάστρο της Φορτέτζας, σωζόμενο σήμερα και το οποίο αποτελεί το έμβλημα του Ρεθύμνου.
Ο 16ος αιώνας βρίσκει την πόλη σε μεγάλη πνευματική άνθηση. Πολλοί Ρεθυμνιώτες καλλιτέχνες και λόγιοι εργάζονται όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και στην Βενετία.
Η περίοδος αυτή της ακμής διακόπηκε απότομα, όταν το 1669 η Κρήτη κατακτήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι οδήγησαν την πόλη σε μαρασμό. Οι κάτοικοί της σταδιακά άρχισαν να την εγκαταλείπουν, αλλά δεν έλειψαν και οι μικροεξεγέρσεις. Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 στην ηπειρωτική Ελλάδα, η Κρήτη ξεσηκώθηκε. Χωρίς δυσκολία οι Τούρκοι κατέπνιξαν την επανάσταση στο νησί, καθώς οι Κρητικοί πολεμούσαν μόνοι κι αβοήθητοι. Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο του σπηλαίου του Μελιδονίου, στο οποίο είχαν καταφύγει περίπου 370 άτομα (άνδρες και γυναικόπαιδα) που δεν ήθελαν να παραδοθούν: Οι Τούρκοι πέταξαν αναμμένα υλικά στην είσοδο του σπηλαίου, με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο από ασφυξία οι έγκλειστοι σ’ αυτό (2 – 3 Οκτωβρίου 1823).
Το 1866 ξέσπασε νέα επανάσταση. Αυτή τη φορά οι Κρήτες πολέμησαν σε μεγάλο βαθμό αβοήθητοι και η επανάσταση κατεστάλη. Το πιο χαρακτηριστικό γεγονός αυτής της επανάστασης είναι το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου (8 Νοεμβρίου 1866), ενός μοναστηριού 22 χλμ. ανατολικά του Ρεθύμνου.
Με την ανεξαρτητοποίηση της Κρήτης (1897) η πόλη άρχισε και πάλι να αναπτύσσεται. Κατασκευάστηκαν έργα υποδομής (δρόμοι, γέφυρες, διδακτήρια). Η ανάπτυξη συνεχίστηκε, όχι όμως με εντατικούς ρυθμούς, για να διακοπεί με τη Μάχη της Κρήτης στο Β’Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά την οποία η πόλη υπέστη αρκετές καταστροφές. Διασώθηκε, ωστόσο, σημαντικό μέρος της (ενετικής) παλιάς πόλης, η οποία είναι μέχρι σήμερα μια από τις καλύτερα διασωζόμενες ενετικές πόλεις στην Ελλάδα.
Ελένη Δ. Μπουχαλάκη