Οι Οινούσσες, σύμπλεγμα νησιών με κυριότερα την Αιγνούσα, την Παναγιά, το Γαϊδουρόνησο, τη Βάτο, το Ποντικόνησο, το Αρχοντόνησο καθώς και πλειάδα άλλων μικρότερων νησιών, εκτείνονται με κατεύθυνση Ν.Α. σαν να επιχειρούν αέναα στο διάβα των αιώνων να γεφυρώσουν τη χιώτικη γη με τα απέναντι παράλια της Ιωνίας. Γεωλογικά, τα νησιά αποτελούν κορφές βουνών της βυθισμένης Αιγηίδας, της μεγάλης στεριάς που ένωνε την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Τα εδάφη, κυρίως ασβεστολιθικά, μοιάζουν με αυτά του Καρα-Μπουρνού της Ερυθραίας και των ακτών των Καρδάμυλων, με τα οποία ενώνονταν σε κάποια μακρινή περίοδο.
Διοικητικά είναι ενταγμένες στο νομό Χίου και μαζί με τους νομούς Σάμου και Λέσβου αποτελούν την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου. Η συνολική έκταση των Οινουσσών ανέρχεται σε 17,5 τετρ. χλμ. ενώ η έκταση της Αιγνούσας είναι περίπου 14 τετρ. χλμ. Στο σύμπλεγμα των Οινουσσών περιλαμβάνονται επίσης τα νησιά Πασάς, Βάτος, Γαιδουρόνησο, Ποντικόνησο, Αρχοντόνησο, Άγιος Παντελεήμων, Πατερόνησο και Πρασονήσια. Τα νησιά αυτά προφυλάσσουν το λιμάνι από τους νότιους ανέμους του στενού μεταξύ της Χίου και της χερσονήσου της Ερυθραίας. Το Μανδράκι αποτελεί τον κύριο οικισμό των Οινουσσών. Η μακρά ιστορία των Οινουσσών είναι γεμάτη από γεγονότα, κατακτήσεις από λαούς όπως οι Γενουάτες και οι Τούρκοι και σε πολλές περιπτώσεις συνδεδεμένη με την ιστορία της γειτονικής Χίου μέσα από διωγμούς και εγκαταλείψεις. Ο πληθυσμός αρχικά ήταν προσανατολισμένος στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 υπήρχουν περί τις 100 οικογένειες στο νησί. Η καταστροφή της Χίου, όμως, το 1822 φέρνει μεγάλη συμφορά και αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το νησί και να καταφύγουν πρόσφυγες στη Σύρο και την Τήνο. Αρχίζουν να επιστρέφουν στο νησί από το 1829 και έπειτα και προσπαθούν να αναδιοργανώσουν το βίο τους. Στρέφονται τώρα όλο και περισσότερο προς τη θάλασσα. Το γεγονός αυτό το φανερώνει και η οριστικοποίηση του οικισμού στη θέση Μανδράκι, που αποτελεί και φυσικό λιμάνι.
Γύρω στα 1840 ο πληθυσμός αυξάνεται και δεν επαρκούν η γεωργία και η κτηνοτροφία για να θρέψουν τους κατοίκους. Η νέα γενιά αναγκάζεται να στραφεί προς τη θάλασσα. Οι νέοι ναυτολογούνται σε βρονταδούσικα πλοία και κάνουν μακρινά ταξίδια, αποκτώντας σπουδαίες εμπειρίες. Γίνονται σπουδαίοι ναυτικοί και κάποιοι από αυτούς αποφασίζουν να ναυπηγήσουν δικό τους ιστιοφόρο. Στα μισά του 19ου αιώνα, με τον πόλεμο της Κριμαίας, ανοίγουν επικερδείς επιχειρήσεις που απαιτούσαν μεταφορές κυρίως προς την Πόλη. Όλοι στρέφονται προς τη θάλασσα και όλες οι οικογένειες «κτίζουν» πλοία στο Πλωμάρι, στη Χίο και στη Σύρο.
Η περίοδος 1890-1900 είναι η χρυσή περίοδος της αιγνουσιώτικης ιστιοφόρου ναυτιλίας, που η δύναμή της ξεπερνά τα 130 πλοία. Από το 1905 οι Αιγνουσιώτες στρέφονται στον ατμό. Το «Μαριέττα Ράλλη», το «Νικήτας» και το «Ελένη» είναι τα πρώτα τους ατμόπλοια, ενώ το 1918 το νησί διαθέτει 10 ατμόπλοια χωρητικότητας 32.000 τόνων. Το 1922, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το νησί δέχεται νέους κατοίκους, οι οποίοι θα κάνουν το δικό τους αγώνα για να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν.
Κατά την περίοδο 1923-1939 θα περάσουν σε αιγνουσιώτικα χέρια 62 ατμόπλοια, ενώ δημιουργείται στο Λονδίνο παροικία Αιγνουσιωτών παράλληλα με την αντίστοιχη του Πειραιά. Ο στόλος, όμως, αυτός θα καταστραφεί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, για να ξαναγεννηθεί μετά το 1947 με την αγορά των Liberties.
To 1954 ιδρύεται στις Οινούσσες το πρώτο στην Ελλάδα Ναυτικό Γυμνάσιο, για να ακολουθήσει το 1965 η Σχολή Εμποροπλοιάρχων. Την ίδια χρονιά ιδρύεται και το Ναυτικό Μουσείο Οινουσσών. Παράλληλα, στις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν η αιγνουσιώτικη ναυτιλία θα ανθίσει και οι αιγνουσιώτες εφοπλιστές θα βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων, ώστε δικαιολογημένα να χαρακτηρίζεται η Αιγνούσα ως το «ναυτικότερο νησί του Αιγαίου».
Η αγάπη των Αιγνουσιωτών για τον τόπο τους φανερώνεται και από τα τόσα έργα που έχουν προσφέρει στον τόπο τους, όπως οι λιμενοβραχίονες, το λιμάνι, το στάδιο, το αμφιθέατρο, το ξενοδοχείο, το Πνευματικό Κέντρο, το Αναπτυξιακό Κέντρο, το Ναυτικό Μουσείο, το σύγχρονο αγροτικό ιατρείο, η τηλεϊατρική και πολλά ακόμη. Αποδέκτης όλης αυτής της μέριμνας είναι η τοπική κοινωνία, την οποία αποτελούν απόμαχοι της θάλασσας, ψαράδες και κτηνοτρόφοι και αρκετοί υπάλληλοι που επανδρώνουν τις υπηρεσίες και τα σχολεία. Όπως όλα τα μικρονήσια του Αιγαίου, έτσι και οι Οινούσσες αντιμετωπίζουν οξύ δημογραφικό πρόβλημα. Από τους 2.440 κατοίκους του 1928 φτάσαμε στους 681 κατοίκους το 1991, ενώ οι σημερινοί μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τους 600. Το παρήγορο είναι ότι αρκετοί νέοι κάνουν οικογένειες και παραμένουν στο νησί. Είναι βέβαιο ότι τα μεγάλα έργα που έχουν πραγματοποιηθεί, όπως η αφαλάτωση, η ύδρευση, η αποχέτευση, η αγορά μεγαλύτερου και ταχύτερου πλοίου για τη γραμμή Χίου-Οινουσσών, έχουν βελτιώσει σημαντικά τις συνθήκες διαβιώσης, ιδίως κατά τους δύσκολους μήνες του χειμώνα.