Η πρώτη εκκλησία που συναντά κανείς εισερχόμενος στο χωριό των Κουραμάδων είναι αυτή του Αγίου Παντελεήμονος. Πρόκειται για έναν μικρό ναό με τη λιτή αρχιτεκτονική της μονόκλιτης βασιλικής που κυριαρχεί στις Ιόνιες Νήσους. Καμπαναριό δεν υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν ανεγέρθη με δαπάνες ενός χωριανού.
Η ιστορία του ναού είναι μακραίωνη, όπως και των υπολοίπων εκκλησιών των Κουραμάδων. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πότε χτίστηκε, καθώς οι πηγές μας χρονολογούνται από τα τέλη του 15ου αιώνα και εξής. Είναι πάντως σαφές ότι η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος υπήρχε ήδη το 1500, και ότι συνδεόταν με την οικογένεια Λαγγαδίτη στην οποία ανήκε.
Στην οικογένεια Λαγγαδίτη θα γίνει πληρέστερη αναφορά σε άλλο άρθρο, εδώ όμως θα αναφέρουμε ότι θεωρείται ως μία από τις παλαιότερες του χωριού, με ενδεχόμενη καταγωγή από τον Λαγγαδά Θεσσαλονίκης (σε αυτό συνηγορούν πολλά στοιχεία).
Στις αρχές, λοιπόν, του 16ου αιώνα, η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος ανήκε «γιους πατρονάτους» (jus patronatus: πατρογονικῷ δικαιώματι) στους Λαγγαδίτες, όπως και η περισσότερη γη γύρω από τον ναό. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της γης αποτελούσε κτήματα του Αγίου Παντελεήμονος, τα οποία αξιοποιούνταν για τη συντήρηση και τη λειτουργία της εκκλησίας. Από τα εισοδήματα που απέφεραν τα κτήματα πληρωνόταν ο εφημέριος, τον οποίο προσελάμβανε με σύμβαση η διαχειριστική επιτροπή του ναού.
Κατά τον 16ο αιώνα πάντως, μία άλλη οικογένεια, αυτή των Χυτήρηδων, η οποία μετρούσε κάποιες δεκαετίες στους Κουραμάδες, άρχισε να μεγαλώνει και να επεκτείνεται στο χωριό, αγοράζοντας γη, κυρίως από τους Λαγγαδίτες. Έτσι, σε λίγα χρόνια, στα μέσα του αιώνα, βρίσκουμε τους Χυτήρηδες να έχουν αποκτήσει μερίδιο στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος. Αργότερα, κτητορικά δικαιώματα απέκτησαν και οι οικογένειες Κοσκινά και Γραμμένου.
Μέχρι το 1869 ο Άγιος Παντελεήμων λειτουργούσε ως ξεχωριστή ενορία, όμως, κατά τη χρονιά εκείνη, ενσωματώθηκε στην ενορία του Αγίου Ιωάννη Καλυβίτη, ως μετόχι της. Το κτητορικό καθεστώς του Αγίου Ιωάννη ήταν το ίδιο με αυτό του Αγίου Παντελεήμονος: ανήκε στις οικογένειες Χυτήρη, Γραμμένου, Κοσκινά και Λαγγαδίτη. Το 1915 πραγματοποιήθηκε η ενοποίηση όλων των ενοριών του χωριού.
Η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος ανακαινίστηκε το 1700 και το 1844, όταν τοποθετήθηκε το ξύλινο τέμπλο με εικόνες του ιερομόναχου Δανιήλ Κόκλα. Το 1895 το τέμπλο αυτό αντικαταστάθηκε με αυτό που υπάρχει και σήμερα.
Το πανηγύρι
Το πανηγύρι, ως προέκταση της εορταστικής Λειτουργίας και του προσκυνήματος του Αγίου Παντελεήμονος, καθιερώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1890. Εφημέριος τότε ήταν ο π. Κωνσταντίνος Χυτήρης, και διοργανωτές του πανηγυριού οι Νικηφόρος Γραμμένος του Γιαννιού, Ονούφριος Σγούρος του Κωσταντή, Γεώργιος Χυτήρης του «Μπουκιέζου», Αθανάσης Χυτήρης του «Μπαράκουλα», και άλλοι νέοι του χωριού. Οργανοπαίκτες ήταν ο Χριστόδουλος Χυτήρης «Πιστάνκος» στο βιολί, και ο Ιωάννης Γραμμένος «Τσουξής» στην κιθάρα.
Οι χοροί ήταν παραδοσιακοί της περιοχής της Μέσης. Ήταν οι ίδιοι χοροί που χορεύονταν στους γάμους, ενώ αργότερα ενσωματώθηκαν και οι νεοφερμένοι χοροί «του Κάιζερ», επηρεασμένοι από τη βιεννέζικη μόδα της εποχής.
Από τα πρώτα χρόνια το πανηγύρι «έπιασε», καθώς προσέλκυσε πανηγυριώτες και από τα γύρω χωριά. Τότε, το κάθε χωριό είχε τους δικούς του χορούς και οργανοπαίκτες, οπότε μπορούμε να φανταστούμε τι γινόταν όταν μαζεύονταν πανηγυριώτες από πολλά χωριά.
Οι πανηγυριώτες και κυρίως οι γυναίκες, φορούσαν παραδοσιακές στολές και στολίδια, ενώ όσες ήταν νιόπαντρες ή αρραβωνιασμένες, φορούσαν στο κεφάλι το γνωστό «φιόρι». Όσοι έρχονταν από μακριά με υποζύγια (γαϊδούρια και άλογα), τα στόλιζαν και αυτά με κεντητά στρωσίδια στην πλάτη τους και χάνδρες στο κεφάλι.
Οι χοροί στήνονταν σε ένα ξέφωτο που υπήρχε τότε κοντά στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος, στον ίσκιο της ελιάς, αφού τότε τα πανηγύρια γίνονταν κατά τη διάρκεια της ημέρας, νωρίς το απόγευμα. Λόγω της ζέστης, οι πανηγυριώτες ξεδιψούσαν με νερό που κουβαλούσαν παιδιά με σταμνάκια, κερδίζοντας έτσι ένα καλό χαρτζιλίκι. Στα «παβγιόνια» προσφέρονταν λεμονάδα, μεζέδες και ντόπιο κρασί, το οποίο διατηρούσαν δροσερό μέσα σε κρύο νερό.
Υπήρχαν μικροπωλητές με κουλούρια «βουρλιές» (αρμαθιές) και «κουτσούλους πιπεράτους», γλυκίσματα για τα παιδιά, τα λεγόμενα «σπαθιά καβαλαίοι», τα οποία ήταν φτιαγμένα από χρωματισμένη καραμέλα, ή και «κουτσούνες», κούκλες χειροποίητες για τα κορίτσια.
Η μορφή αυτού του πανηγυριού κράτησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε με την ευκολία του ηλεκτρισμού και τη γενική εξέλιξη των πραγμάτων, πολύ λίγα στοιχεία διατηρήθηκαν. Όπως και στα υπόλοιπα πανηγύρια της Κέρκυρας, τα τοπικά παραδοσιακά τραγούδια και οι χοροί υποχώρησαν, αφήνοντας χώρο για τα λεγόμενα «λαϊκά» και στις ορχήστρες έκανε την εμφάνισή του το μπουζούκι με ακούσματα ξένα και άσχετα με τον κερκυραϊκό πολιτισμό. Παρόλα αυτά, η διάθεση των Κουραμαδιτών παραμένει η ίδια με παλιά. Το κέφι τους παραμένει αναλλοίωτο, όπως τα «παβγιόνια» που παραδοσιακά στήνονται κάθε χρόνο στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος στις 27 Ιουλίου.
Κωνσταντίνος Γραμμένος “Παλικάρης”
*Τα στοιχεία και οι περιγραφές του πανηγυριού στα πρώτα του χρόνια προέρχονται από μαρτυρίες της Αθηνάς Γραμμένου (1879-1976), το γένος Σγούρου (“Πίτσουνα”)
Πηγή: http://couramades.blogspot.gr/