Η Αλεξανδρούπολη είναι πόλη της Θράκης και πρωτεύουσα του νομού Έβρου. Έχει πληθυσμό 57.812 κατοίκους (απογραφή 2011). Είναι σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο της βορειοανατολικής Ελλάδας.
Ονομασία
Ονομάζονταν Δεδέαγατς (Τουρκικά: Dedeağaç) μέχρι το 1919. Η συγκεκριμένη ονομασία στα Τουρκικά σημαίνει δέντρο του παππού (dede σημαίνει παππούς και ağaç σημαίνει δέντρο στα Τουρκικά) και βασίζονταν σε μια τοπική παράδοση ενός σοφού δερβίση που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη σκιά ενός τοπικού δέντρου και τελικά θάφτηκε δίπλα σε αυτό. Η πόλη ιδρύθηκε το 1875 και στην αρχή ήταν ένα μικρό χωριό αλλά σιγά σιγά ο πληθυσμός της αυξήθηκε. Το 1913, κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, έμεινε για λίγο υπό ελληνική διακυβέρνηση αλλά πέρασε στη Βουλγαρία με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Το 1920, με το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, ενσωματώθηκε στην Ελλάδα. Λίγο αργότερα τον ίδιο χρόνο, με το θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου, μετονομάστηκε σε Αλεξανδρούπολη.
Ιστορία
Αποτελεί μια από τις νεότερες πόλεις της χώρας, καθώς ιδρύθηκε το 1875 και ως πόλη αναφέρεται από τις αρχές του 20ου αιώνα. Η γύρω περιοχή της έχει πλούσιο ιστορικό παρελθόν, καθώς στην θέση της βρισκόταν η αρχαία πόλη Σάλη, την οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος, καθώς επίσης σε κοντινή απόσταση η αρχαία Μεσημβρία, η Ρωμαϊκή Τραϊανούπολη και η Βυζαντινή Βήρα.
Ένα μικρό χωριό δημιουργήθηκε στην περιοχή της πόλης κατά τη διάρκεια κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής που συνδέει την Κωνσταντινούπολη με τις μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας. Η συγκεκριμένη εργασία αποτελούσε μέρος μιας προσπάθειας εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανατέθηκε σε μηχανικούς από την Αυστροουγγαρία. Η αρχική εγκατάσταση σύντομα έγινε ένα χωριό γνωστό ως Δεδέαγατς.
Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1877-1878)
Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-1878, ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν το Δεδέαγατς και εγκαταστάθηκαν σε αυτό. Οι επικεφαλής αξιωματικοί σχεδίασαν το ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης που βασίζονταν σε φαρδιούς, παράλληλους δρόμους αποφεύγοντας τις αδιεξόδους ώστε να διευκολύνεται η γρήγορη μετακίνηση στρατευμάτων. Το σχέδιο αυτό έρχονταν σε αντίθεση με χαρακτηριστικά Οθωμανικών πόλεων της περιόδου εκείνης όπως στενά δρομάκια, καλντερίμια και αδιεξόδους. Η πόλη επέστρεψε στην κατοχή των Οθωμανών με το τέλος του πολέμου αλλά η σύντομη παρουσία των Ρώσων είχε σημαντική συμβολή. Ορισμένοι Ρώσοι στρατιώτες πέθαναν στην πόλη το 1878 από επιδημία τύφου. Προς τιμήν των Ρώσων στρατιωτών ανεγέρθηκε μνημείο στον προαύλιο χώρο του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Νικολάου. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν την 28η Οκτωβρίου 2011 μετά από την κοινή παρέλαση Ελλήνων και Ρώσων στρατιωτών.
Απελευθέρωση
Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος τελείωσε επίσημα με τη συνθήκη του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913). Ο σουλτάνος παραχώρησε όλα τα εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου-Μηδείας εκτός από την Αλβανία εξουσιοδοτώντας τις Μεγάλες Δυνάμεις να προχωρήσουν στον καθορισμό των συνόρων μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της συνθήκης ήταν ότι δεν καθόριζε τα νέα σύνορα των βαλκανικών κρατών με αποτέλεσμα να εμφανιστούν διενέξεις μεταξύ των νικητών. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος (16 Ιουνίου ως 18 Ιουλίου 1913). Η πόλη απελευθερώθηκε από ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις στις 11 Ιουλίου 1913. Με τη λήξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου υπογράφηκε η συνθήκη του Βουκουρεστίου με την οποία η πόλη παραχωρήθηκε και επίσημα στους Βούλγαρους. Η πόλη σχεδόν ερήμωσε από Έλληνες, ενώ οι Βούλγαροι προκάλεσαν ανυπολόγιστες καταστροφές. Μετά το τέλος του πρώτου Παγκόσμιου πολέμου υπογράφτηκε η Συνθήκη του Νεϊγύ σύμφωνα με την οποία η Βουλγαρία ως μεγάλη ηττημένη παραιτήθηκε όλων των κυριαρχικών της δικαιωμάτων επί της μεσημβρινής δυτικής Θράκης. Το Δεδέαγατς κυβερνήθηκε προσωρινά από μια Διασυμμαχική Διοίκηση, με κυβερνητικό αντιπρόσωπο τον Χαρίσιο Βαμβακά, στενό συνεργάτη του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος κατόρθωσε να ενσωματώσει την περιοχή στον Ελληνικό διοικητικό οργανισμό πριν ακόμη επιδικαστεί στην Ελλάδα. Στις 14η Μαΐου 1920 η 9η Μεραρχία Σερρών, με διοικητή τον Στρατηγό Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη κατέλαβε τις διαβάσεις προς τη Βουλγαρία και συγκεντρώθηκε στη Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή). Ταυτόχρονα μια νηοπομπή από είκοσι δύο φορτηγά πλοία, αποβίβασε τη Μεραρχία Ξάνθης, με διοικητή το στρατηγό Κων/νο Μαζαράκη-Αινιάν, στο Δεδέαγατς. Έγινε η υποστολή της γαλλικής σημαίας και η έπαρση της ελληνικής. Ο αστυνομικός διευθυντής Κ. Δανιήλ παρέδωσε την πόλη. Με την Συνθήκη των Σεβρών εκτός των άλλων η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδωσε την κυριαρχία της Θράκης στην Ελλάδα.